Στις 5 Νοεμβρίου του 1899, μετά από δύο χρόνια και σχεδόν τρεις μήνες, επιστρέφει στην Αμβέρσα η Βελγική Εξερευνητική Αποστολή της Ανταρκτικής, όπου τα μέλη της έγιναν οι πρώτοι άνθρωποι που έζησαν χειμώνα στην παγωμένη ήπειρο. Ανάμεσα τους, ως Υποπλοίαρχος, ήταν και ο Νορβηγός Ρόαλντ Άμουντσεν. Μετά από αυτή την εμπειρία που ήταν και η πρώτη του στις Πολικές εξερευνήσεις, αποφάσισε να πραγματοποιήσει τις δικές του εξερευνήσεις, με σκοπό να κατακτήσει ιστορικές εξερευνητικές πρωτιές. Ο πρώτος του στόχος, ήταν να καταφέρει ότι δεν είχαν καταφέρει δεκάδες σπουδαίοι θαλασσοπόροι από την εποχή που ανακαλύφθηκε ο Νέος Κόσμος. Να περάσει από τον Ατλαντικό Ωκεανό στον Ειρηνικό, μέσω των βόρειων ακτών του Καναδά, ανακαλύπτοντας έτσι το Βορειοδυτικό Πέρασμα προς την Ασία.
Ο Άμουντσεν, έχοντας ως παράδειγμα τις προσπάθειες του Τζον Φράνκλιν, εκτίμησε πως η καταστροφική αποτυχία του που στοίχησε και την ίδια του την ζωή στο να ανακαλύψει το Βορειοδυτικό Πέρασμα, οφείλονταν στα μεγάλα πλοία που λόγω των μεγάλων βυθισμάτων τους και του όγκου τους, δεν ήταν αρκετά ευέλικτα για ναυσιπλοΐα σε πάγους όσο θα μπορούσε να είναι ένα μικρότερο και ελαφρύτερο πλοίο. Ως μειονέκτημα, θεώρησε και τον μεγάλο αριθμό του πληρώματος (128 άτομα), κάτι που σήμαινε περισσότερες προμήθειες. Αντιθέτως, ένα μικρό σκάφος με μια ολιγομελή αποστολή, θα ήταν σαφώς πιο ευέλικτο, πιο ελαφρύ, φορτωμένο με λιγότερες προμήθειες που αναλογικά όμως, θα ήταν περισσότερες κατά άτομο ώστε η αποστολή να αντέξει για ακόμα μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Με αυτό το σκεπτικό, στις 28 Μαρτίου του 1901, αγόρασε το μόλις είκοσι ενός μέτρων μήκους ιστιοφόρο πλοίο, Γέα. Το Γέα, ήταν ένα αλιευτικό σκάφος που ναυπηγήθηκε στην Νορβηγία το 1872, το έτος που γεννήθηκε και ο Άμουντσεν. Τον Απρίλιο του 1901, προκειμένου να δοκιμάσει τις δυνατότητες του πλοίου του στις Πολικες περιοχές, απέπλευσε από το Όσλο για έναν δοκιμαστικό πλου προς την Θάλασσα Μπάρεντς μαζί με τον προηγούμενο ιδιοκτήτη του όπου και επέστρεψε πέντε μήνες μετά. Έχοντας διαπιστώσει πως η αντοχή στους πάγους ήταν ικανοποιητική, αποφάσισε να το ενισχύσει περισσότερο στην γάστρα. Επιπλέον, τοποθέτησε και έναν μικρό πετρελαιοκινητήρα με ιπποδύναμη μόλις δεκατριών ίππων ώστε να έχει εξασφαλισμένη την κίνηση του πλοίου ακόμα και όταν ο άνεμος δεν είναι ευνοϊκός.
Στις 16 Ιουνίου του 1906, με μόλις εφτά άτομα (συμπεριλαμβανομένου και του Άμουντσεν, το Γέα απέπλευσε από το Όσλο με σκοπό να γίνει το πρώτο πλοίο που θα φτάσει στον Ειρηνικό Ωκεανό, μέσω των Καναδικών ακτών. Αφού έφτασε στο νότιο άκρο της Γροιλανδίας, συνέχισε περιπλέοντας τις δυτικές της ακτές, φτάνοντας μέχρι τον Κόλπο Μπάφιν από όπου και συνέχισε δυτικά προς νησιά του Αρκτικού Αρχιπελάγους του Καναδά. Στις 9 Σεπτεμβρίου, κατέπλευσε σε έναν όρμο, στην Νήσο του Βασιλιά Ουίλιαμ για να περάσει τον Πολικό χειμώνα. Ο όρμος αυτός, σήμερα φέρει το όνομα του πλοίου του Άμουντσεν ως Όρμος του Γέα (Gjoa Haven) όπου το 1927 δημιουργήθηκε και ο ομώνυμος οικισμός. Στις 29 Οκτωβρίου, στην περιοχή εμφανίστηκαν ιθαγενείς της φυλής Ινουίτ με τους οποίους ο Άμουντσεν ανέπτυξε φιλικές σχέσεις. Από την επαφή του με τους Ινουίτ, αποκόμισε σημαντικές γνώσεις για την επιβίωση του στο παγωμένο κλίμα της περιοχής που στην συνέχεια θα αποδειχθούν πολύτιμες για την επιτυχία της αποστολής. Παράληλα, εκείνος και η ομάδα του πραγματοποίησε επιστημονικές έρευνες στην περιοχή, καταγράφοντας και τα εθνολογικά χαρακτηριστικά των Εσκιμώων. Την 1η Μαρτίου του 1904, καθώς το φως της μέρας είχε αρχίσει να μεγαλώνει αισθητά, επιχείρησε με δύο άτομα από την αποστολή να κατευθυνθεί προς τον Βόρειο Πόλο, με την χρήση έλκηθρου το οποίο τραβούσαν σκύλοι. Μετά όμως από πέντε μέρες, επέστρεψε στο πλοίο αφού οι θερμοκρασίες ήταν ακόμη πολύ χαμηλές (κάτω των - 50 °С). Στις 16 Μαρτίου, ο Άμουντσεν επιχείρησε ακόμη μία προσπάθεια κατά τον ίδιο τρόπο, να φτάσει προς τον Βόρειο Πόλο, αυτή την φορά έχοντας μαζί του ένα μόνο μέλος του πληρώματος. Στις 24 Απριλίου, κατάφερε να φτάσει μέχρι το σημείο που το 1831 ο Άγγλος Τζέιμς Κλαρκ Ρος, είχε εντοπίσει τον Βόρειο Μαγνητικό Πόλο ο οποίος πλέον δεν βρισκόταν εκεί καθώς η θέση του είναι μεταβλητή. Στις αρχές του Ιουνίου, ο Άμουντσεν επέστρεψε στο πλοίο παραμένοντας και εξερευνώντας στην περιοχή και για τον επόμενο χειμώνα.
Στις 13 Αυγούστου του 1905, ο Άμουντσεν απέπλευσε από την Νήσο του Βασιλιά Ουίλιαμ και συνέχισε δυτικά, περνώντας νότια από το Νησί Βικτόρια μέχρι που στις 17 Αυγούστου βγήκε στην Θάλασσα Μποφόρ. Το μόνο που έμενε πλέον για να του πιστωθεί ιστορικά ο πρώτος διάπλους του Βορειοδυτικού Περάσματος, ήταν να περιπλεύσει τις βόρειες ακτές της Αλάσκα και, περνώντας τον Βερίγγειο πορθμό, να βγει στον Ειρηνικό Ωκεανό. Παρόλα αυτά, όταν στις 26 Αυγούστου έφτασε στο Νησί Έρσελ το οποίο βρίσκεται κοντά στα σύνορα του Καναδά με την Αλάσκα, προτίμησε να κατευθυνθεί εφτακόσια χιλιόμετρα νοτιότερα, στο χωριό Ιγκλ της Αλάσκας, όπου εκεί υπήρχε ο κοντινότερος τηλέγραφος ώστε να τηλεγραφήσει τα νέα για την επιτυχία της αποστολής. Άναχώρησε από το Έρσελ με ένα έλκηθρο συνοδευόμενος από ένα ζευγάρι Εσκιμώων στις 26 Οκτωβρίου. Αφού έφτασε στο Ιγκλ, στις 5 Δεκεμβρίου, μέσω τηλεγραφημάτων γνωστοποίησε την επιτυχία του ταξιδιού του. Στις 12 Μαρτίου του 1906 επέστρεψε στο πλοίο το οποίο βρήκε παγιδευμένο στους πάγους. Τις επόμενες μέρες, ένα από τα εφτά μέλη του πληρώματος αρρώστησε και παρά τις προσπάθειες του Άμουντσεν να τον θεραπεύσει, πέθανε. Αφού οι πάγοι έλιωσαν, το Γέα, απέπλευσε από το Έρσελ την 1η Ιουλίου του 1906, και στις 31 Αυγούστου, αφού πέρασε τον Βερίγγειο Πορθμό, κατέπλευσε στην πόλη Νόν της Αλάσκα, με τον Άμουντσεν και το πλήρωμα του, να έχουν γίνει οι πρώτοι που ταξίδεψαν από τον Ατλαντικό Οκεανό στον Ειρηνικό, έχοντας διαπλεύσει το Βορειοδυτικό Πέρασμα.
Μετά το Νον, ο Άμουντσεν κατευθύνθηκε στο Σαν Φρανσίσκο όπου και έφτασε στις 19 Οκτωβρίου. Είχε σκοπό να συνεχίσει προς την Νορβηγία με το Γέα, μέσω του Περάσματος του Ντρέικ. Η Νορβηγική Κοινότητα όμως του Σαν Φρανσίσκο, τον έπεισε να της πουλήσει το πλοίο του και να το κρατήσει εκεί ως αξιοθέατο. Ο Άμουντσεν με το πλήρωμα του, επέστρεψαν στο Όσλο τον Νοέμβριο του 1906. Ο θαλάσσιος δρόμος που ανακάλυψε ο Άμουντσεν από τον Ατλαντικό Ωκεανό προς τον Ειρηνικό μέσω των βόρειων νησιών του Καναδά, ήταν ένα σπουδαίο επίτευγμα για την εποχή. Δεν ωφέλησε όμως την Ναυτιλία καθώς η διαδρομή αυτή, ήταν αδιάπλευστη για πλοία μεγάλου βυθίσματος αφού σε αρκετά σημεία της, το βάθος δεν ξεπερνούσε το ένα μέτρο, δικαιώνοντας ωστόσο τον Άμουντσεν για την επιλογή ενός μικρού και ελαφρύ πλοίου για αυτό το εγχείρημα. Το πρώτο πλοίο μεγάλου βυθίσματος που κατάφερε να περάσει το Βορειοδυρικό Πέρασμα, ήταν το παγοθραυστικό πλοίο Λαμπραντόρ του Καναδικού Βασιλικού Ναυτικού, το 1954, πραγματοποιώντας και τον πρώτο περίπλου της Βορείου Αμερικής, αρχίζοντας και τελειώνοντας το ταξίδι αυτό από το λιμάνι του Χάλιφαξ. Με την υπερθέρμανση του Πλανήτη που έχει ως συνέπεια και την μείωση των πολικών πάγων, το Βορειοδυτικό πέρασμα έγινε πιο βατό ώστε το 2013, το πλοίο Νόρτνικ Οράιον (Nordic Orion) το οποίο είναι τύπου πάναμαξ, μήκους 225 μέτρων και βυθίσματος σχεδόν 20 μέτρων, να γίνει το πρώτο μεγάλο εμπορικό πλοίο που το διέπλευσε.
Ο Άμουντσεν, μετά την επιτυχία του διάπλου του Βορειοδυτικού περάσματος, άρχισε να προετοιμάζει την κατάκτηση μιας ακόμη εξερευνητικής πρωτιάς, έχοντας σκοπό να γίνει ο πρώτος άνθρωπος που θα φτάσει Γεωγραφικό Βόρειο Πόλο. Κατά την προετοιμασία του όμως, το 1909, έμαθε πως τον πρόλαβε ο Αμερικανός Ρόμπερτ Πίαρι, στρέφοντας πλέον το ενδιαφέρον του στο να γίνει ο πρώτος άνθρωπος που θα φτάσει στον Νότιο Πόλο, κάτι που κατάφερε το 1911. Το πλοίο Γέα, παρέμεινε στο Σαν Φρανσίσκο ως έκθεμα στο Πάρκο Γκόλντεν Γκέιτ όπου με την πάροδο του χρόνου, είχε υποστεί φυσικές φθορές και βανδαλισμούς. Το 1972, κατά την επέτειο των εκατό ετών από την γέννηση του Άμουντσεν, το Γέα επέστρεψε μεταφερόμενο στο Όσλο, όπου σήμερα εκτίθεται στο Μουσείο Φραμ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου