Μετά το πρώτο ταξίδι του Κολόμβου και την πεποίθηση πως είχε φτάσει στην Άπω Ανατολή, οι Ισπανοί προετοίμασαν αμέσως την επόμενη αποστολή με σκοπό να εδραιώσουν την αποικία Ναβιδάδ που είχε ήδη ιδρύσει ο Κολόμβος στο νησί της Ισπανιόλας κατά το πρώτο του ταξίδι, να την μετατρέψουν σε εμπορικό λιμάνι, εκχριστιανίζοντας παράλληλα τους ιθαγενείς, και από εκεί να συνεχίσουν τις εξερευνήσεις τους προς αναζήτηση της Κίνας και των Νησιών των Μπαχαρικών. Στις 24 Σεπτεμβρίου του 1493, ο Κολόμβος απέπλευσε από το Κάδιθ της Ισπανίας με δεκαεφτά πλοία, μεταφέροντας - εκτός από τους αποίκους - οπωροκηπευτικά για καλλιέργεια και ζωοειδή που θα φτάσουν στην Αμερική για πρώτη φορά, αρχίζοντας έτσι αυτό που σήμερα γνωρίζουμε ως Κολομβιανή Ανταλλαγή. Στο ταξίδι αυτό, ο πρόεδρος του νεοσύστατου Συμβούλιου των Δυτικών Ινδιών, Αρχιεπίσκοπος Χουάν Ροδρίγεθ δε Φονσέκα, μεσολάβησε ώστε να συμμετάσχει ένας εικοσιπεντάχρονος προστατευόμενος του, βαθιά θρησκευόμενος και άρτια καταρτισμένος στην τέχνη των όπλων και την στρατηγική. Αυτός ήταν ο Αλόνσο δε Οχέδα.
Όταν τα πλοία έφτασαν στην Ισπανιόλα, η αποικία του Ναβιδάδ ήταν ήδη κατεστραμμένη και από τους τριάντα εννιά άνδρες που είχε αφήσει πίσω ο Κολόμβος στο προηγούμενο ταξίδι, βρέθηκαν μόλις τα οστά των οχτώ. Μετά το θέαμα αυτό, ο Κολόμβος αποφάσισε να ιδρύσει μια νέα αποικία στο νησί, ανατολικότερα από την προηγούμενη, την οποία ονόμασε Ισαβέλλα. Κατά το στήσιμο της νες αποικίας, ο Κολόμβος παραχώρησε στον Οχέδα δεκαπέντε άνδρες και τον διέταξε να ψάξει στο νησί για τυχόν επιζώντες από τους Ισπανούς που είχαν μείνει πίσω κατά το προηγούμενο του ταξίδι. Ο Οχέδα, δεν βρήκε κανέναν. Ανακάλυψε όμως πως στην περιοχή υπήρχαν μεγάλες ποσότητες χρυσού και έτσι επέστρεψε στην Ισαβέλλα για να το αναφέρει. Αυτό, ήταν και το έναυσμα ώστε οι Ισπανοί να αρχίσουν τις πρώτες επιδρομές στο νησί, υποδουλώνοντας και αναγκάζοντας τους ιθαγενείς στην εξόρυξη χρυσού. Τον Μάρτιο του 1494, κατ' εντολή του Κολόμβου, στην ενδοχώρα της Ισπανιόλα (νότια από την αποικία της Ισαβέλλα) δημιουργήθηκε το φρούριο Σαντο Τόμας, ως βάση για την περαιτέρω εξερεύνηση της περιοχής. Καθώς οι αντεπιθέσεις των ιθαγενών άρχισαν να γίνονται όλο και πιο σθεναρές με αρκετούς Ισπανούς να έχουν σκοτωθεί σε ενέδρες τους, ο Κολόμβος όρισε ως διοίκηση του φρουρίου τον Οχέδα στον οποίο ανέθεσε και την σύλληψη του αρχηγού των ιθαγενών, Καονάμπο. Ο Καονάμπο, ήταν ο ισχυρότερος και αγριότερος αρχηγός των φυλών της περιοχής. Ήταν εκείνος που με τους πολεμιστές του κατέστρεψε την αποικία του Ναβιδάδ και σκότωσε τους πρώτους Ισπανούς που παρέμειναν στο νησί. Τον Μάρτιο του 1495, επιτέθηκε στην φρουρά του Οχέδα. Ο Όχεδα, απέκρουσε την επίθεση του Καονάμπο η οποία εξελίχθηκε σε ανελέητη σφαγή των ιθαγενών, καταφέρνοντας να τον αιχμαλωτίσει και να τον παραδώσει στον Κολόμβο. Ο Κολόμβος, για να μην προκαλέσει μεγαλύτερη οργή στους ιθαγενείς, προφασιζόμενος το αξίωμα του Καονάμπο ως αρχηγού φυλής, αποφάσισε να τον στείλει στην Ισπανία ώστε να αποφασίσει το Βασιλικό Ζεύγος για την τύχη του. Τελικά, ο Καονάμπο πέθανε κατά την διάρκεια του ταξιδιού από αδιευκρίνιστη αιτία (οι δύο επικρατέστερες είναι να βυθίστηκε το πλοίο σε καταιγίδα ή να πέθανε από ασιτία και αφυδάτωση καθώς αρνιόταν να φάει και να πιει).
Ο Οχέδα, έμεινε στην Ισπανιόλα μέχρι τα τέλη του 1498 από όπου και επέστρεψε στην Ισπανία μετά από διαμάχες που είχε με τον Κολόμβο. Εκείνη την περίοδο, ήδη είχε αρχίσει να δημιουργείται δυσπιστία προς το πρόσωπο του Κολόμβου και την ικανότητα του ως Αντιβασιλέας των Νέων Χωρών. Το Βασιλικό Ζεύγος της Ισπανίας, θέλοντας να επιβεβαιώσει τις αναφορές του Κολόμβου για τον μεγάλο πλούτο των περιοχών που είχε ανακαλύψει, μετά από την εισήγηση του Χουάν Ροδρίγεθ δε Φονσέκα, αποφάσισε να στείλει τον Οχέδα να εξερευνήσει την περιοχή νότια της Ισπανιόλα, κάτι που θα τον κάνει τον πρώτο Ισπανό που θα ηγηθεί μιας εξερευνητικής αποστολής προς τον Νέο Κόσμο (καθώς ο Κολόμβος ήταν Γενουάτης). Ο Οχέδα, απέπλευσε από το Καδίθ στις 18 Μαΐου του 1499 συνοδευόμενος από τον χαρτογράφο Χουάν δε λα Κόσα και τον Φλωρεντινό έμπορο και εξερευνητή Αμέριγκο Βεσπούτσι. Περνώντας από τα Κανάρια Νησιά και το Κάβο Βέρντε, έπλευσε δυτικά φτάνοντας μέχρι τις ακτές της σημερινής Γουιάνας. Από εκεί, έπλευσε βορειοδυτικά, ανακαλύπτοντας τις ακτές της σημερινής Βενεζουέλας, τα νησιά του Κούρασαο και της Αρούμπα, φτάνοντας μέχρι και τον Κόλπο της Βενεζουέλας. Εξερευνώντας τον κόλπο, ο Βεσπούτσι, παρατηρώντας τα σπίτια των ιθαγενών που ήταν χτισμένα πάνω στο νερό στηριζόμενα σε κορμούς από δέντρα, παρομοίασε την περιοχή με την Βενετία (καθώς και η Βενετία είναι μια πόλη χτισμένη πάνω από το νερό) ονομάζοντας την, Βενετζιόλα (Μικρή Βενετία). Η ονομασία αυτή, υιοθετήθηκε από τους Ισπανούς παραλλαγμένη στην γλώσσα τους, ως Βενεζουέλα προκύπτοντας έτσι το όνομα της σημερινής χώρας. Ο Οχέδα, έχοντας ανακαλύψει και τον Πορθμό Τομπλάσο που οδηγεί στην Λίμνη του Μαρακαΐμπο (εκεί που σήμερα βρίσκεται και η ομώνυμη πόλη) έφτασε μέχρι την Χερσόνησο Γουαχίρα όπου δυτικότερα αρχίζει η σημερινή χώρα της Κολομβίας. Από την Χερσόνησο Γουαχίρα, έπλευσε προς την Ισπανιόλα έχοντας ανακαλύψει το σύνολο των ακτών της σημερινής Βενεζουέλας, με τον Χουάν δε λα Κόσα να τις χαρτογραφεί για πρώτη φορά.
Όταν έφτασε στην Ισπανιόλα, ο Κολόμβος ήταν εξοργισμένος μαζί του διότι εξερεύνησε τις περιοχές που είχε ανακαλύψει εκείνος, χωρίς να πάρει την άδεια του. Παρόλο που ο Κολόμβος δεν είχε την δυνατότητα να του επιβάλει κυρώσεις ως Αντιβασιλέας των Νέων Χωρών καθώς ο Οχέδα είχε πάρει την εντολή από τους Ισπανούς Μονάρχες, το γεγονός της εξερεύνησης του Οχέδα, όξυνε την αντιπαλότητα μεταξύ των υποστηρικτών και των αντιπάλων του Κολόμβου στο νησί, σε σημείο να υπάρξουν ακόμα και νεκροί. Έτσι, ο Οχέδα αποφάσισε να επιστρέψει στην Ισπανία. Όταν έφτασε, κατάφερε να πάρει την άδεια από τους Ισπανούς Βασιλείς για ένα ακόμη ταξίδι προς τις ακτές της Βενεζουέλας με σκοπό να δημιουργήσει μια νέα αποικία, παίρνοντας και το αξίωμα του Κυβερνήτη της περιοχής. Έχοντας και την οικονομική στήριξη των εμπόρων της Ανδαλουσίας, ο Όχεδα απέπλευσε από την Ισπανία τον Ιανουάριο του 1502 με τέσσερα πλοία. Ακολουθώντας σχεδόν την ίδια διαδρομή με το προηγούμενο ταξίδι και περιπλέοντας τις ακτές της Βενεζουέλας, έφτασε και πάλι στην Χερσόνησο Γουαρίχα όπου στις 3 Μαΐου του 1502 ίδρυσε την πρώτη Ισπανική αποικία στις ακτές της σημερινής Κολομβίας η οποία ήταν και η πρώτη Ισπανική αποικία στην ηπειρωτική Αμερική, ονομάζοντας την Σάντα Κρουζ. Η αποικία αυτή όμως, δεν επιβίωσε πέρα των τριών μηνών καθώς η αρχική επιθετικότητα των Ισπανών προς τους ιθαγενείς, οδήγησε σε έναν διαρκή πόλεμο μαζί τους προκαλώντας συνεχής απώλειες για τους Ισπανούς χωρίς να έχουν αποκομίσει τα αναμενόμενα εμπορικά κέρδη. Αυτό, είχε ως αποτέλεσμα οι Ισπανοί έμποροι που ακολούθησαν τον Οχέδα, να τον συλλάβουν και να τον μεταφέρουν δέσμιο στην Ισπανιόλα όπου και έμεινε φυλακισμένος μέχρι και το 1504, όταν και απελευθερώθηκε μετά από την έφεση του Ροδρίγεθ δε Φονσέκα.
Το 1508, ο Βασιλιάς Φερδινάνδος, αποφάσισε να επεκτείνει τον Ισπανικό αποικισμό στις ακτές της Κεντρικής Αμερικής που είχαν ήδη ανακαλυφθεί μέχρι τότε, από τις ακτές της σημερινής Νικαράγουας μέχρι και τις ακτές της σημερινής Κολομβίας. Μαθαίνοντας το αυτό ο Οχέδα, πρότεινε στον Φερδινάνδο να αναλάβει την διακυβέρνηση των περιοχών. Την διακυβέρνηση όμως, ζήτησε και ο Ισπανός ευγενής Διέγο δε Νικουέσα. Ο φερδινάνδος, έχοντας την ίδια συμπάθεια και για τους δύο, αποφάσισε να τους μοιράσει την περιοχή με τον Οχέδα να αναλαμβάνει τις σημερινές ανατολικές ακτές της Κολομβίας (οι δυτικές που βρίσκονται στην μεριά του Ειρηνικού Ωκεανού, ακόμη δεν είχαν ανακαλυφθεί). Οι δύο άνδρες, προετοίμασαν τις αποστολές τους στον Άγιο Δομίνικο με τον Νικουέσα, ως ευγενής, να έχει μεγαλύτερη υποστήριξη από τις τοπικές αρχές και να προσελκύει περισσότερα άτομα για την αποστολή του. Ο Οχέδα, αφού κατάφερε να συγκεντρώσει τέσσερα πλοία και περίπου τριακόσους άνδρες σε αντίθεση με τον Νικουέσα που είχε ήδη εφτά πλοία και οχτακόσιους άνδρες, απέπλευσε από τον Άγιο Δομίνικο στις 10 Νοεμβρίου του 1509. Στην αποστολή, συμμετείχε και ο μελλοντικός κατακτητής της Αυτοκρατορίας των Ίνκα, Φρανθίσκο Πιθάρο. Τα πλοία έφτασαν στις ακτές της Κολομβίας, εκεί που σήμερα βρίσκεται η πόλη της Καρταχένα. Ο Οχέδα, ζήτησε από τους ιθαγενείς να υποταχθούν στον Ισπανό Βασιλιά και να εκχριστιανιστούν. Οι ιθαγενείς, αντέδρασαν αρνητικά στις απαιτήσεις του Οχέδα ώστε οι Ισπανοί να απαντήσουν σφαγιάζοντας τους και λεηλατώντας τα χωριά τους. Η υπεροχή των Ισπανικών όπλων όμως, δεν ήταν αρκετή για να αντιμετωπίσει την αντεπίθεση του - κατά πολύ μεγαλύτερου από τους Ισπανούς - πλήθους των ιθαγενών. Οι Ισπανοί που συμμετείχαν στην μάχη, απωθήθηκαν στις ακτές όπου και σκοτώθηκαν όλοι εκτός από τον Οχέδα και έναν ακόμη οπλίτη που κατάφεραν να διαφύγουν προς τα αγκυροβολημένα πλοία.
Καθώς ο Οχέδα βρισκόταν στα πλοία του με τις αποδεκατισμένες δυνάμεις του, έφτασε ο στόλος του Νικουέσα ο οποίος είχε μάθει για τις απώλειες του Οχέδα και τον ενίσχυσε με άνδρες και όπλα από τα πλοία του ώστε να συνεχίσει την αποστολή του. Ο Οχέδα, απέπλευσε από τις ακτές της Καρταχένα και έπλευσε ανατολικά μέχρι που έφτασε στον Κόλπο της Ουραμπά τον Ιανουάριο του 1510. Εκεί, οι Ισπανοί έχτισαν ένα φρούριο ιδρύοντας την αποικία του Σαν Σεμπαστιάν. Σύντομα όμως άρχισαν να αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της έλλειψης προμηθειών και την εχθρότητα των Ιθαγενών από τους οποίους δεχόντουσαν συνεχείς επιθέσεις με δηλητηριώδη βέλη. Ο Οχέδα, έστειλε ένα πλοίο στον Άγιο Δομίνικο για να ζητήσει ενισχύσεις. Οι ενισχύσεις όμως, δεν έρχονταν και ήδη είχαν περάσει οχτώ μήνες. Καθώς περνούσε από την περιοχή ένα Ισπανικό πειρατικό πλοίο, ο ήδη τραυματισμένος στο πόδι από βέλος Οχέδα, ζήτησε από τον καπετάνιο του να τον πάει προς τον Άγιο Δομίνικο. Ο καπετάνιος συμφώνησε και έτσι ο Οχέδα έφυγε από το Σαν Σεμπαστιάν αφήνοντας πίσω τον Πιθάρο με εβδομήντα άνδρες και τα πλοία της αποστολής για το ενδεχόμενο που ο Πιθάρο βρεθεί σε άμεση ανάγκη να εγκαταλείψει την περιοχή. Η καλή πρόθεση όμως του πειρατή καπετάνιου, αποδείχθηκε παγίδα καθώς αποφάσισε να κρατήσει όμηρο τον Οχέδα προκειμένου να αποσπάσει λίτρα.
Έχοντας περάσει ήδη πενήντα μέρες από την αναχώρηση του Οχέδα, ο Πιθάρο, βλέποντας πως δεν έφτανε η πολύτιμη βοήθεια, άρχισε να προετοιμάζει την επιστροφή της αποστολής προς τον Άγιο Δομίνικο. Τότε, συμπτωματικά έφτασε και η βοήθεια υπό τον Φερνάνδεθ δε Ενθίσο ο οποίος είχε μαζί του και ως λαθρεπιβάτη τον Βάσκο Νούνιεθ δε Μπαλμπόα που τρία χρόνια αργότερα θα γίνει ο πρώτος Ευρωπαίος που θα αντικρίσει τον Ειρηνικό Ωκεανό από τις ακτές του Παναμά. Ο Πιθάρο με όσους επιβίωσαν από τους άνδρες του, κατέφυγαν στο πλοίο του Ενθίσο, εγκαταλείποντας την αποικία στο μένος των ιθαγενών. Εν το μεταξύ, το πειρατικό πλοίο στο οποίο βρισκόταν ο Οχέδα, έπεσε σε μια άγρια καταιγίδα. Ο καπετάνιος, μην μπορώντας να την αντιμετωπίσει, ζήτησε την βοήθεια του. Τελικά, το πλοίο παρασύρθηκε και προσάραξε στις δυτικές ακτές της Κούβας. Με το πλοίο να έχει αχρηστευτεί, ο Οχέδα με τον πειρατή καπετάνιο και το πλήρωμα του, αποφάσισαν να κατευθυνθούν πεζοί προς το ανατολικό άκρο του νησιού, από όπου θα αναζητούσαν κάποιον τρόπο να φτάσουν στις απέναντι ακτές της Ισπανιόλα. Κατά την διαδρομή, πολλοί πέθαναν από τις κακουχίες, τις ασθένειες και την πείνα. Έχοντας απομείνει ο Οχέδα με μόλις δώδεκα άνδρες και τον καπετάνιο του πειρατικού, έφτασαν σε μία περιοχή όπου ο αρχηγός των ιθαγενών, τους πρόσφερε τρόφιμα και βοήθεια μέχρι που τους βρήκε ο Ισπανός κονκισταδόρος Πάνφιλο δε Ναρβάεθ ο οποίος συμμετείχε στην Ισπανική κατάκτηση του νησιού που είχε αρχίσει από ανατολικά. Οι επιζήσαντες μεταφέρθηκαν στην Τζαμάικα όπου και φυλακίστηκε ο καπετάνιος του πειρατικού. Από εκεί, ο Οχέδα επέστρεψε στον Άγιο Δομίνικο όπου και συνέχισε να ζει έχοντας παραιτηθεί από Κυβερνήτης των περιοχών που τον είχε ορίσει ο Φερδινάνδος και χωρίς να πραγματοποιήσει άλλο ταξίδι. Μετά από τέσσερα χρόνια, το 1515, πέθανε φτωχός και άρρωστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου