Το 1502, μετά από ένα περιπετειώδες ταξίδι στην Ινδία, ο θαλασσοπόρος Ζοάο ντα Νόβα, καθώς διέσχιζε τον Νότιο Ατλαντικό για να επιστρέψει στην Λισσαβόνα, εντόπισε ένα μικρό απομονωμένο ηφαιστειογενές νησί στην μέση του ωκεανού. Το νησί αυτό, είναι το νησί της Αγίας Ελένης. Η ονομασία του νησιού δόθηκε από τον ίδιο τον Ζοάο ντα Νόβα προς τιμή της Αγίας Ελένης, μητέρας του Ρωμαίου Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Πρώτου, γνωστού και ως Μέγα Κωνσταντίνου. Αν και κατά την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία η μνήμη της Αγίας Ελένης εορτάζεται στις 18 Αυγούστου, η ανακάλυψη του νησιού αποδίδεται την ημέρα του Ορθόδοξου εορτασμού, στις 21 Μαΐου του 1502, καθώς το χρονικό διάστημα μεταξύ 18 Αυγούστου και 11 Σεπτεμβρίου όπου καταγράφηκε η επιστροφή του Ντα Νόβα στην Λισσαβόνα, είναι τόσο μικρό που ήταν αδύνατο για ένα πλοίο της εποχής να διανύσει μια τέτοια απόσταση.
Ο Ζοάο ντα Νόβα, αφού το εντόπισε, το προσέγγισε και αγκυροβόλησε βορειοδυτικά του νησιού, στον όρμο που σήμερα βρίσκεται η πόλη Τζέιμσταουν. Εξερευνώντας το, διαπίστωσε πως ήταν ακατοίκητο, δασώδες και διέθετε φρέσκο νερό. Ήταν ένα ιδανικό μέρος ώστε οι Πορτογάλοι να δημιουργήσουν έναν σταθμό ανεφοδιασμού στην μέση του Νότιου Ατλαντικού. Έτσι, στην συνέχεια μετέφεραν ζώα και καλλιέργησαν το νησί, ώστε τα διερχόμενα πλοία να έχουν την δυνατότητα να προμηθευτούν όχι μόνο γλυκό νερό αλλά και τρόφιμα. Έχτισαν μία εκκλησία και κάποια καταλύματα ώστε να περιθάλπονται εκεί όσοι ναυτικοί αρρώσταιναν, μέχρι να τους πάρει κάποιο άλλο διερχόμενο πλοίο αφού θα είχαν αναρρώσει. Παρά ταύτα, δεν ίδρυσαν κάποια αποικία με μόνιμους κατοίκους ούτε είχαν τοποθετήσει κάποια μόνιμη ναυτική δύναμη.
Ο Πρώτος μόνιμος κάτοικος του νησιού, ήταν ο Πορτογάλος Φερνάο Λόπες. Ο Λόπες ήταν ένας ευγενής ο οποίος είχε ακολουθήσει τον μετέπειτα Κυβερνήτη της Πορτογαλικής Ινδίας Αφόνσο δε Αλμπουκέρκ, στο πρώτο του ταξίδι προς την Ινδία το 1503. Όταν έφτασε στην Ινδία, ο Αλμπουκέρκ του ανέθεσε την διακυβέρνηση των πρώτων Πορτογαλικών κτήσεων της περιοχής μέχρι εκείνος να πάει πίσω στην Λισσαβόνα και να επιστρέψει με ενισχύσεις. Κατά το διάστημα αυτό, ο Λόπες και η Πορτογαλική φρουρά που έμεινε πίσω, αφομοιώθηκαν στον γηγενή πληθυσμό, παντρεύτηκαν Ινδές, ασπάστηκαν το Ισλάμ και προσχώρησαν στην αντίσταση κατά των Πορτογάλων κατακτητών. Όταν επέστρεψε ο Αλμπουκέρκ και ενισχυμένος κατέλαβε την περιοχή κάμπτοντας οποιαδήποτε αντίσταση, συνέλαβε τον Λόπες και τους υπόλοιπους αυτόμολους συμπατριώτες του τους οποίους βασάνισε σε σημείο να παραμορφωθούν και αρκετοί από αυτούς να πεθάνουν. Αποτέλεσμα των βασανιστηρίων που δέχθηκε ο Λόπες, ήταν να του κόψουν την μύτη, τα αυτιά, το δεξί χέρι, και κάποια από τα δάχτυλα του αριστερού του χεριού. Έμεινε στην Ινδία μέχρι τον θάνατο του Αλμπουκέρκ το 1515. Τότε, μπήκε σε ένα Πορτογαλικό πλοίο με κατεύθυνση προς την Λισσαβόνα. Όταν το πλοίο σταμάτησε στο νησί της Αγίας Ελένης, ο Λόπες κατέφυγε στο νησί για να ζήσει εκεί απομονωμένος όπου και έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του το 1545, έχοντας αφήσει το νησί μόνο για να δει τους συγγενείς του στην Πορτογαλία και να πάρει άφεση από τον Πάπα της Ρώμης.
Το 1557, ο Πορτογάλος Καθολικός Πατριάρχης της Αβησσυνίας, καθώς επέστρεφε με ένα πλοίο προς την Λισσαβόνα, σταμάτησε στο νησί της Αγίας Ελένης όπου και έμεινε εκεί για έναν χρόνο. Στο νησί κατοικούσαν ήδη είκοσι άτομα. Κάποια χρόνια πριν την άφιξη του Πατριάρχη, κατά την παραμονή κάποιου δουλεμπορικού πλοίου στο νησί, κατάφεραν να ξεφύγουν τρεις δούλοι (δύο από την Μοζαμβίκη και ένας από την Ιάβα) και δύο γυναίκες οι οποίοι παρέμεναν κρυμμένοι από τα διερχόμενα πλοία, στα δάση του νησιού. Το 1588, ο Άγγλος κουρσάρος Τόμας Κάβεντις κατά την επιστροφή του στην Αγγλία, μετά από τις επιθέσεις του στις Ισπανικές αποικίες του Ειρηνικού Ωκεανού, έγινε ο πρώτος Άγγλος που αποβιβάστηκε στο νησί. Εξερεύνησε το νησί για δώδεκα μέρες καταγράφοντας τις θετικές του εντυπώσεις για την χλωρίδα και την πανίδα του νησιού, καθώς και για τα κτίσματα που βρήκε στην μοναδική και παραθαλάσσια κοιλάδα του νησιού όπου σήμερα βρίσκεται η πόλη Τζέιμσταουν. Σύντομα, τα Αγγλικά πλοία έφτασαν στο νησί και έστηναν ενέδρες στα εχθρικά πλοία της Ιβηρικής Ένωσης (η Πορτογαλία πλέον είχε ενωθεί τότε με την Ισπανία) και τα αιχμαλώτιζαν. Αυτό, ανάγκασε το 1592 τον Βασιλιά Φίλιππο Β’ της Ισπανίας και της Πορτογαλίας να απαγορεύσει στα Ιβηρικά πλοία να προσεγγίσουν το νησί και να ανεφοδιάζονται στις αποικίες των δυτικών ακτών της Αφρικής. Από τότε, το νησί παύει να απασχολεί τους Ίβηρες και αρχίζει να προσελκύει το ενδιαφέρων των Άγγλων και των Ολλανδών.
Το 1633, οι Ολλανδοί αξιώνουν το νησί ως κτήση τους χωρίς όμως να προχωρήσουν στην ίδρυση κάποιας αποικίας. Χρησιμοποίησαν το νησί ως σημείο ανεφοδιασμού μέχρι που το 1652 ίδρυσαν την Αποικία του Ακρωτηρίου (σημερινή πόλη του Κέιπ Τάουν) στην Νότια Αφρική, εγκαταλείποντας έτσι το νησί. Η κίνηση αυτή, έδωσε περισσότερο “χώρο” στην Αγγλική Εταιρία των Ανατολικών Ινδιών, ώστε το 1659 να καταλάβει το νησί και να ιδρύσει εκεί την αποικία Τζέιμστάουν η οποία ονομάστηκε έτσι προς τιμή του Δούκα της Υόρκης και μετέπειτα Βασιλιά της Αγγλίας, Ιάκωβου (Τζέιμς) του Δεύτερου. Παρά τις εκτάσεις γης που πρόσφεραν, οι Άγγλοι, δυσκολεύονταν να προσελκύσουν νέους αποίκους, έτσι ώστε ο πληθυσμός του νησιού να φθίνει με τον καιρό και σε καμία περίπτωση να μην μπορεί να ξεπεράσει τους εκατό κατοίκους. Οι Ολλανδοί, διαπιστώνοντας στην συνέχεια πως η Αποικία του Ακρωτηρίου δεν ήταν τόσο βολική όσο είχαν εκτιμήσει, αποφάσισαν να επαναφέρουν το νησί της Αγίας Ελένης στις κτήσεις τους. Τα Χριστούγεννα του 1672, εισέβαλαν στο νησί και το κατέλαβαν. Πολύ σύντομα όμως, τον Μάιο του 1673 οι Άγγλοι ανακατέλαβαν αναίμακτα το νησί ενισχύοντας την φύλαξη του με 250 οπλίτες. Από τότε, το νησί παραμένει στους Άγγλους και σήμερα αποτελεί Βρετανική Υπεράκτια Κτήση.
Μετά την ήττα του στην Μάχη του Βατερλό, ο Ναπολέοντας, προκειμένου να μην πέσει στα χέρια των Πρώσων οι οποίοι τον είχαν επικηρύξει νεκρό ή ζωντανό, αποφάσισε να εγκαταλείψει την Γαλλία από το λιμάνι του Ροσφόρ και να καταφύγει στην Αμερική ζητώντας άσυλο στο Βρετανικό πλοίο “Bellerophon” (Βελλεροφόντης) το οποίο μαζί με άλλα Βρετανικά πλοία είχαν αποκλείσει τα Γαλλικά λιμάνια. Ο Πλοίαρχος Μέιτλαντ αρνήθηκε να του επιτρέψει να φύγει για την Αμερική προσφέροντας του αντ’ αυτού να τον μεταφέρει στην Αγγλία αναχωρώντας αμέσως. Ο Ναπολέων συμφώνησε. Όταν έφτασε στο Πλίμουθ, η Βρετανική Κυβέρνηση αποφάσισε να τον εξορίσει στο νησί της Αγίας Ελένης. Ο Ναπολέοντας έφτασε στο νησί στις 10 Δεκεμβρίου του 1815 όπου και έμεινε εκεί μέχρι τον θάνατο του στις 5 Μαΐου του 1821.
Η έκταση του νησιού της Αγίας Ελένης είναι 121 τ.χλμ (όσο είναι και η έκταση της Αμοργού) και σήμερα αριθμεί περίπου 4500 μόνιμους κατοίκους. Η κοντινότερη ηπειρωτική ακτή βρίσκεται στην Αγκόλα και απέχει περίπου 2000 χλμ. Η απομακρυσμένη του τοποθεσία κάνει δύσκολη αλλά κυρίως χρονοβόρα την πρόσβαση στο νησί. Μόλις το 2015 κατασκευάστηκε αεροδρόμιο το οποίο κατάφερε να δεχτεί την πρώτη επιβατική πτήση το 2017, ένα τζετ, από το Γιοχάνεσμπουργκ μέσω του Βίντοχ (Ναμίμπια) για ανεφοδιασμό. Η πτήση αυτή πραγματοποιείται πλέον μία φορά την εβδομάδα μέσω του Γουόλβις Μπέι αντί του Βίντοχ και διαρκεί κάτι παραπάνω από έξι ώρες. Η μόνη πρόσβαση με πλοίο, γίνεται από το Κέιπ Τάουν και το ταξίδι, διαρκεί πέντε μέρες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου