Παρασκευή 28 Απριλίου 2017

Η Ανταρσία του Μπάουντι

   Το 1769, ο Τζέιμς Κουκ, διαπλέοντας τον Ειρηνικό Ωκεανό, έφτασε στο νησί της Ταϊτή. Εκεί, ανακάλυψε ένα δέντρο με μεγάλους καρπούς, με τους οποίους θρέφονταν οι ιθαγενείς. Η γεύση τους ήταν σαν ψωμί. Για τον λόγο αυτό, ονομάστηκαν αρτόκαρποι. Μεταφέροντας δείγμα των δέντρων αυτών στην Αγγλία, η Επιστημονική Κοινότητα της χώρας, είδε στους αρτόκαρπους μια οικονομική λύση για την θρέψη των σκλάβων στις Βρετανικές αποικίες της Καραϊβικής, εκτιμώντας πως τα δέντρα αυτά, μπορούν να ευδοκιμήσουν και εκεί. Το μόνο που έμενε ήταν να πάει ένα πλοίο με μεγάλους αποθηκευτικούς χώρους (αμπάρια) στην Ταϊτή και να μεταφέρει τέτοια δενδρύλλια στην Καραϊβική. Για την αποστολή αυτή, το 1787, το Βασιλικό Ναυτικό της Αγγλίας, αγόρασε το νεότευκτο - μόλις τριών ετών - εμπορικό ιστιοφόρο, Μπάουντι, κατασκευασμένο στο Γιορκσάιρ της Αγγλίας.

Πορτρέτο του Γουίλιαμ Μπλάι
   Ως πλοίαρχος, επιλέχθηκε ο έμπειρος Γουίλιαμ Μπλάι ο οποίος είχε ακολουθήσει τον Τζέιμς Κουκ στο τελευταίο μοιραίο του ταξίδι. Ο Μπλάι, ήταν εκείνος που επέλεξε τους περισσότερους από τα υπόλοιπα 45 μέλη του πληρώματος, από τους οποίους με πολλούς είχε συνταξιδέψει και κατά το παρελθόν. Στο ταξίδι εκείνο, θέλησε να συμμετάσχει και ο  23χρονος Κρίστιαν Φλέτσερ. Ο Φλέτσερ, ήταν γόνος μιας πλούσιας οικογένειας ο οποίος προτίμησε την περιπέτεια του ναυτικού επαγγέλματος από μια σίγουρη και συντηρητική ζωή στην στεριά. Με τον Μπλάι είχε ταξιδέψει ήδη δύο φορές κατά το παρελθόν, προς την Καραϊβική. Μεταξύ τους είχε αναπτυχθεί μια άριστη σχέση, με τον Μπλάι να έχει γίνει ο ναυτικός μέντορας του νεαρού Φλέτσερ. Μαθαίνοντας ο Φλέτσερ για το επικείμενο ταξίδι, ζήτησε από τον Μπλάι να τον πάρει μαζί του στο πλοίο, αμισθί. Ο Μπλάι, τον δέχθηκε και τον προσέλαβε ως αξιωματικό με μισθό. Η επιλογή του αυτή, καθόρισε την πιο φημισμένη ναυτική ανταρσία της Ιστορίας. 

Πορτρέτο του Κρίστιαν Φλέτσερ
   Το Μπάουντι, απέπλευσε από το λιμάνι του Σπίτχεντ της Αγγλίας, στις 28 Νοεμβρίου του 1787, κατευθυνόμενο προς τον Ειρηνικό Ωκεανό, μέσω του νοτιότερου άκρου της Αμερικανικής ηπείρου. Του Ακρωτηρίου Χορν. Κατά τον διάπλου του Ατλαντικού, ο Μπλάι, ήταν αυστηρός με την τήρηση της πειθαρχίας και των αρμοδιοτήτων του πληρώματος, χωρίς ωστόσο να γίνεται καταχρηστικός. Στις 2 Απριλίου του 1788, το Μπάουντι πλησίαζε στο Ακρωτήριο Χόρν. Καθώς είχε αρχίσει η χειμερινή περίοδος στην περιοχή, το πλοίο συνάντησε μία από τις νότιες ισχυρές θύελλες της περιοχής. Η ένταση της ήταν τόσο δυνατή, που μόλις σε μία μέρα, παρέσυρε το πλοίο αντίθετα από την πορεία του, στο σημείο που βρισκόταν μία εβδομάδα πριν. Ο Μπλάι, συνέχισε με το πλήρωμα του να προσπαθούν, για δεκαπέντε μέρες, να περιπλεύσουν το Ακρωτήριο Χορν για να περάσουν στον Ειρηνικό Ωκεανό. Χωρίς όμως αποτέλεσμα. Καθώς όλοι στο πλοίο είχαν πλέον εξαντληθεί, ο Μπλάι, αποφάσισε να εγκαταλείψει την προσπάθεια και να πλεύσει ανατολικά, κατευθυνόμενος προς την Ταϊτή, μέσω του Ακρωτήριου της Καλής Ελπίδας. Το πλοίο, έφτασε στο ακρωτήριο όπου και αγκυροβόλησε, στις 24 Μαΐου του 1788, για να επισκευαστούν οι φθορές που προκλήθηκαν από την θύελλα του Ακρωτηρίου Χορν. Από εκεί, το πλοίο συνέχισε να πλέει ανατολικά, διασχίζοντας τον Ινδικό Ωκεανό. Στις 21 Αυγούστου, έφτασε στην Τασμανία, όπου το πλήρωμα, φόρτωσε προμήθειες και ξεκουράστηκε. Μετά από την Τασμανία, το πλοίο έπλευσε προς τον Ειρηνικό Ωκεανό, φτάνοντας στην Ταϊτή όπου και αγκυροβόλησε στις 26 Οκτωβρίου του 1788, έχοντας ήδη συμπληρώσει έντεκα μήνες πλεύσης και έχοντας διανύσει πάνω από 27000 ναυτικά μίλια (50000 χιλιόμετρα). 

Ταϊτή
  Με την άφιξη του στην Ταϊτή, ο Μπλάι, συνάντησε τον αρχηγό των ιθαγενών ο οποίος τον γνώρισε από την προηγούμενη του άφιξη στο νησί κατά το ταξίδι του Τζέιμς Κουκ, δεκαπέντε χρόνια πριν. Οι καλές σχέσεις των δύο ανδρών, συνέβαλε τόσο στις σχέσεις μεταξύ των ιθαγενών και των Άγγλων, όσο και στον σκοπό της αποστολής, να καλλιεργηθούν δενδρύλλια αρτόκαρπων και έπειτα να φορτωθούν στο πλοίο για την Καραϊβική. Καθώς η καλλιέργεια αυτή θα διαρκούσε για μήνες, ο Μπλάι, ανέθεσε στον Φλέτσερ με μια ομάδα ανδρών από το πλήρωμα, να αναλάβουν την επίβλεψη της, διαμένοντας στην στεριά. Κατά την παραμονή του πλοίου στο νησί, ο Μπλάι ήταν πιο ελαστικός με τα καθήκοντα του πληρώματος, αντιλαμβανόμενος την καταπόνηση των ανδρών από το μακρύ ταξίδι αλλά και τις δυσκολίες που ενδεχομένως θα καλούνταν να αντιμετωπίσουν στην συνέχεια. Τα μέλη του πληρώματος, εκτός του πειθαρχημένου Μπλάι που προφανώς ήθελε να κρατήσει την θέση του ως Πλοίαρχος, άρχισαν να έρχονται σε ερωτική επαφή με τις γυναίκες του νησιού με αρκετούς, να έχουν αναπτύξει συζυγικές σχέσεις. Ένας εξ αυτών, ήταν και ο Φλέτσερ που είχε δεθεί με μια γυναίκα που την έλεγαν Μαουατούα την οποία μετονόμασε σε Ισαβέλλα χάριν μιας πρώην αγαπημένης του. Όσο περνούσαν οι μέρες, οι Άγγλοι, επηρεασμένοι από την ήρεμη και ανέμελη ζωή του νησιού, άρχισαν να αφομοιώνουν τον τρόπο ζωής των ιθαγενών και να αμελούν όλο και περισσότερο τα καθήκοντα τους. Κάτι, που δεν πέρασε απαρατήρητο από τον Μπράι. 

Αρτόκαρπος
   Με αφορμή τις μικροκλοπές που γίνονταν στο πλοίο από τους ιθαγενείς εξ αιτίας της γενικότερης αδράνειας του πληρώματος, Ο Μπλάι, προκειμένου να επαναφέρει το πλήρωμα στην αρχική του κατάσταση, έγινε ποιο αυστηρός, επιπλήττοντας άσχημα και τιμωρώντας ακόμα και με μαστίγωμα - όπως όριζαν τότε οι πειθαρχικοί κανονισμοί των πλοίων - όποιον δεν συμμορφώνονταν με τα καθήκοντα του. Ο Φλέτσερ, δεν γλίτωσε από την οργή του Μπλαι. Βλέποντας ο έμπειρος Πλοίαρχος τον μαθητευόμενο του αξιωματικό να έχει παρασυρθεί στον χαλαρό τρόπο ζωής των ιθαγενών αμελώντας τα καθήκοντα του, τον επίπληττε και τον ταπείνωνε συνεχώς μπροστά στα υπόλοιπα μέλη του πληρώματος και τους ιθαγενείς. Από τότε, οι φιλικές σχέσεις των δύο ανδρών, μετατράπηκαν σε τυπική επαγγελματική σχέση Πλοιάρχου - Αξιωματικού. Ο Μπλάι, ανυπομονούσε να έρθει η στιγμή που θα φύγουν από το νησί, για να επανέλθει το πλήρωμα στην κανονικότητα του. Από την άλλη όμως, αρκετά μέλη του πληρώματος, δεν ήθελαν να σκέφτονται καν την στιγμή που θα επέστρεφαν στην σκληρή ζωή του πλοίου. Η στιγμή αυτή όμως, ήρθε. Το Μπάουντι, αφού φορτώθηκε με πάνω από χίλια αρτόδεντρα, απέπλευσε από την Ταϊτή στις 5 Απριλίου του 1789.

  Κατά την συνέχεια του ταξιδιού, ο Μπλάι, εμφανώς δυσαρεστημένος από την συμπεριφορά του πληρώματος κατά την παραμονή του στην Ταϊτή, συνέχιζε να είναι αυστηρός προς το πλήρωμα του, με τον Φλέτσερ να είναι ο κύριος αποδέχτης της οργής του, επιπλήττοντας τον συνεχώς. Στις 22 Απριλίου του 1789, το πλοίο αγκυροβόλησε στo νησί Νομούκα των Νήσων Τόνγκα για να φορτώσει προμήθειες. Καθώς ο Μπλάι γνώριζε πως οι ιθαγενείς του νησιού θα μπορούσαν να γίνουν επικίνδυνοι, διέταξε τον Φλέτσερ μαζί με μια ομάδα ανδρών, να βγουν με μια βάρκα στην ακτή και να μαζέψουν προμήθειες, έχοντας μαζί τους όπλα τα οποία όμως δεν θα έβγαζαν έξω από την βάρκα. Ο Φλέτσερ, εκτέλεσε την εντολή, αλλά οι συνεχείς παρενοχλήσεις στην στεριά από τους ιθαγενείς, εμπόδισαν τον Φλέτσερ να βγάλει την αποστολή εις πέρας, με αποτέλεσμα να δεχθεί την οργισμένη επίπληξη του Μπλάι ο οποίος ξέσπασε και πάλι απάνω του όταν οι ιθαγενείς έκλεψαν από το πλοίο μια άγκυρα. Το πλοίο απέπλευσε από το νησί. Ο ενθουσιασμός που είχε ο Φλέτσερ στην αρχή αυτού του ταξιδιού, είχε μετατραπεί σε απογοήτευση. Από πιο έμπιστος αξιωματικός του Πλοιάρχου, έγινε ο πιο περιφρονημένος. Το γεγονός όμως που καθόρισε τις τύχες πλοίου και πληρώματος, ήταν όταν Μπλάι κατηγόρησε τον Φλέτσερ ότι του κλέβει καρύδες από τις προσωπικές του προμήθειες. Ο Φλέτσερ, αρνήθηκε την κατηγορία. Ο Μπλάι όμως, επέμενε. Για να τον αναγκάσει να αποδεχθεί την κατηγορία, τιμώρησε όλο το πλήρωμα, περιορίζοντας τις μερίδες φαγητού κατά το ήμισυ και απαγορεύοντας την χορήγηση ρουμιού. Ο Φλέτσερ, δεν ήταν πλέον ο μόνος που ζούσε μια ανυπόφορη ζωή στο πλοίο. 

  Τα ξημερώματα τις 28ης Απριλίου του 1789, ο Φλέτσερ, με άλλους 17 άνδρες από το πλήρωμα, αιφνιδιάζοντας τους υπόλοιπους που κοιμόντουσαν, πήρε τα όπλα του πλοίου και κατέλαβε τον έλεγχο του. Τρεις άνδρες, εισέβαλαν στην Καμπίνα του Μπλάι, και υπό την απειλή των όπλων, του έδεσαν τα χέρια και τον έβγαλαν στο κατάστρωμα. Ο θόρυβος από την αναστάτωση, ξύπνησε και το υπόλοιπο πλήρωμα που - υπό την απειλή των όπλων - τηρούσε παθητική στάση. Ο Μπλαι, οργισμένος, επικαλούμενος τις συνέπειες του νόμου, απαιτούσε από τον Φλέτσερ να τον αφήσει ελεύθερο και να επανέλθει στην τάξη. Ο Φλέτσερ όμως, ήταν ήδη αποφασισμένος. Κατέβασε μια βάρκα στην θάλασσα, και ώθησε τον Μπλάι να μπει μέσα μαζί με όσους ήθελαν να τον ακολουθήσουν κρατώντας τους χάρτες του. Οι άνδρες που θέλησαν να ακολουθήσουν τον Μπλάι ήταν περισσότεροι από όσους μπορούσαν να χωρέσουν στην βάρκα. Έτσι, κάποιοι παρέμειναν στο πλοίο παρά την θέληση τους. Αφού ο Φλέτσερ παραχώρησε στην βάρκα προμήθειες πέντε ημερών και τέσσερα σπαθιά, έκοψε το σχοινί αρχίζοντας ένας αγώνας επιβίωσης για το Μπλάι και τους έμπιστους του, και μια νέα περιπέτεια για το Μπάουντι. 

  Ο Μπλάι, κατευθύνθηκε στο κοντινό νησί Τοφούα, για να βρει επιπλέον προμήθειες. Αφού έφτασαν στο νησί, άρχισαν να προμηθεύονται με νερό και τρόφιμα. Ο έμπειρος Μπράι όμως, αντιλήφθηκε τις εχθρικές διαθέσεις των ιθαγενών και διέταξε τους άνδρες του να μπουν στην βάρκα και να φύγουν. Καθώς εκείνοι επέστρεφαν στην βάρκα, μια ομάδα ιθαγενών κινήθηκε για να την καταλάβει, έχοντας ήδη πιάσει το σχοινί της και τραβώντας την προς την στεριά. Κατά την προσπάθεια των Άγγλων να απεγκλωβιστούν, ένας άνδρας σκοτώθηκε από τον λιθοβολισμό των ιθαγενών. Το πλήρωμα τα κατάφερε, και βγήκε στα ανοιχτά. Ο Μπλάι, φοβούμενος για ανάλογες επιθέσεις, συμφώνησε με το πλήρωμα να αποφύγουν την προσέγγιση άλλων κοντινών νησιών της περιοχής και να κατευθυνθούν προς την Ολλανδική αποικία του Τιμόρ, με τις προμήθειες που ήδη είχαν. Η μοναδική αυτή ευκαιρία για επιβίωση, απαιτούσε έναν διάπλου 3500 ναυτικών μιλίων με βάρκα στον Ειρηνικό Ωκεανό. Μετά από τρεισήμισι μήνες κακουχιών και τον κίνδυνο ανατροπής της βάρκας από τις μπόρες και τα κύματα του ωκεανού, ο Μπλάι με τους άνδρες του, εξαντλημένοι και υποσιτισμένοι, κατάφεραν να φτάσουν στην Ολλανδική αποικία Κουπάνγκ του Τιμόρ, στις 14 Αυγούστου του 1789, όπου ο Μπλάι κατήγγειλε την ανταρσία. 
  
  Όσο ο Μπλάι ταξίδευε προς το Τιμόρ, το Μπάουντι υπό την διακυβέρνηση του Φλέτσερ, κατευθύνθηκε στο νησί Ταμπουάι το οποίο βρίσκεται 450 ναυτικά μίλια νότια της Ταϊτής. Ο Φλέτσερ, ήξερε πως ο Μπλάι θα επιζήσει και θα καταγγείλει την ανταρσία, περιμένοντας κάποιο από τα βρετανικά πλοία να καταφτάσει στην περιοχή και να τον καταδιώξει. Στο νησί Ταμπουάι, βρήκε ένα φυσικό οχυρό, καθώς το μικρό αυτό νησί, περιβαλλόταν από κοραλλιογενείς υφάλους που δεν θα επέτρεπαν στα βρετανικά πλοία να πλησιάσουν το νησί. Εκεί, ο Φλέτσερ αποφάσισε να χτίσει έναν οικισμό. Για την επιβίωση του οικισμού όμως χρειαζόταν γυναίκες και περισσότερους άνδρες ώστε να μπορεί να επιβληθεί στους εχθρικούς ιθαγενείς του νησιού. Για τον λόγο αυτό, επέστρεψε προς την Ταϊτή. Λέγοντας στον αρχηγό των ιθαγενών πως ο Πλοίαρχος Μπλάι και ο Πλοίαρχος Κουκ ίδρυσαν έναν νέο οικισμό στο νησί Αϊτουτάκι (Νήσοι Κουκ), ζήτησαν να τους ενισχύσει με έμψυχο δυναμικό και προμήθειες. Οι καλές σχέσεις που είχε ο αρχηγός της φυλής με τους δύο Πλοιάρχους, τον έπεισαν να εφοδιάσει το Μπάουντι με προμήθειες και 30 ιθαγενείς, άνδρες και γυναίκες. Ο Φλέτσερ με τους υπόλοιπους αντάρτες και τους 30 Ταϊτινούς, κατέπλευσαν και πάλι στο Ταμπουάι, όπου και άρχισαν να χτίζουν τον οικισμό. Οι ιθαγενείς του νησιού όμως, παρά τις προσπάθειες του Φλέτσερ, παρέμειναν εχθρικοί με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί σύρραξη όπου σκοτώθηκαν 66 ιθαγενείς. Οι έποικοι όμως είχαν ήδη απογοητευτεί και πολλοί επιθυμούσαν να επιστρέψουν στην Ταϊτή. Ο Φλέτσερ, δεν είχε άλλη επιλογή.

  Μετά από τρεις μήνες παραμονής στο Ταμπουάι, το Μπάουντι επέστρεψε και πάλι στην Ταϊτή. Η υποδοχή του όμως από τον αρχηγό των ιθαγενών, δεν ήταν θερμή καθώς είχε μάθει από ένα άλλο διερχόμενο Βρετανικό πλοίο πως ο Πλοίαρχος Κουκ, είχε πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια, καταλαβαίνοντας έτσι την πλεκτάνη του Φλέτσερ. Ο Φλέτσερ, ήξερε πλέον καλά πως δεν μπορούσε να μείνει για πολύ στην Ταϊτή. Το ίδιο βράδυ, με τους οχτώ εναπομείναντες αντάρτες, διοργάνωσε μια γιορτή πάνω στο πλοίο, προσκαλώντας κάποιους από τους ιθαγενείς, κυρίως γυναίκες. Μία από εκείνες ήταν και η Ταϊτινή γυναίκα του Φλέτσερ. Κατά την διάρκεια της γιορτής, ο Φλέτσερ έκοψε αιφνιδιαστικά το σχοινί της άγκυρας και απέπλευσε έχοντας πλέον τους είκοσι έξι καλεσμένους, ως αιχμάλωτους από τους οποίους, μόλις οι έξι ήταν άνδρες. Ανάμεσα στις γυναίκες, υπήρχαν και έξι ηλικιωμένες τις οποίες αποβίβασε σε ένα κοντινό νησί καθώς δεν χρησίμευαν σε τίποτα. Έπειτα, κατευθύνθηκε ανατολικά αναζητώντας το νησί Πίτκερν το οποίο είχε ανακαλυφθεί πριν 22 χρόνια από τους Βρετανούς. Καθώς είχε φτάσει να πλέει στην περιοχή του νησιού, είδε πως το νησί δεν υπήρχε εκεί που το ανέφερε ο χάρτης. Συνεχίζοντας να πλέει ανατολικά, ανακάλυψε πως ο χάρτης ήταν εσφαλμένος και το νησί βρισκόταν 176 ναυτικά μίλια ανατολικότερα από το σημείο που το ανέφεραν οι Βρετανικοί χάρτες. Αυτό, θα κρατούσε αρκετά μακριά τους Βρετανούς που θα έφταναν στην περιοχή για να καταδιώξουν τους αντάρτες. 

Το νησί Πίτκερν
   Το Νησί Πίτκερν, ήταν το ιδανικό σημείο για την εγκατάσταση των ανταρτών καθώς ήταν ακατοίκητο και γόνιμο με αρκετή τροφή και νερό. Οι αντάρτες μαζί με τους Ταϊτινούς, αφού “ξεγύμνωσαν” το πλοίο παίρνοντας και ξηλώνοντας οτιδήποτε ήταν χρήσιμο για την κατασκευή του οικισμού, στις 23 Ιανουαρίου του 1790, έκαψαν το Μπάουντι ώστε να μην γίνει αντιληπτό από τυχόντα διερχόμενα πλοία. Η διαβίωση στο νησί, στην αρχή ήταν ήρεμη. Σύντομα όμως, άρχισαν οι διαμάχες καθώς οι Άγγλοι, χρησιμοποιούσαν τους Ταϊτινούς ως υποχείρια. Το 1793, σε βιαιοπραγίες που ξέσπασαν μεταξύ των Άγγλων και των έξι Ταϊτινών, ο Φλέτσερ μαζί με άλλους τέσσερις από τους αντάρτες δολοφονήθηκαν. Το επόμενο έτος, οι έξι Ταϊτινοί, δολοφονήθηκαν από τις χήρες των δολοφονημένων. Το 1814, δύο πολεμικά πλοία του Βρετανικού Ναυτικού, έφτασαν στο Νησί Πίτκερν. Εκεί, βρήκαν έναν πληθυσμό 46 κυρίως νεαρών ανδρών και γυναικών, έχοντας ως ηγέτη τους τον μοναδικό επιζώντα από τους αντάρτες, Άνταμς, ο οποίος διατηρούσε την ευημερία στο νησί. Όταν η αναφορά αυτή έφτασε στο Βρετανικό Ναυαρχείο, το Ναυαρχείο δεν προέβη σε καμία ενέργεια.  Από τότε, το νησί συνεχίζει να κατοικείται μέχρι και σήμερα με καταγεγραμμένο πληθυσμό το 2014, 57 κατοίκους.  


Η πυρπόληση του Μπάουντι - Σκηνή από την ταινία "The Bounty" (1984)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου