Το 1769, ο Τζέιμς Κουκ, διαπλέοντας τον Ειρηνικό Ωκεανό, έφτασε στο νησί της Ταϊτή. Εκεί, ανακάλυψε ένα δέντρο με μεγάλους καρπούς, με τους οποίους θρέφονταν οι ιθαγενείς. Η γεύση τους ήταν σαν ψωμί. Για τον λόγο αυτό, ονομάστηκαν αρτόκαρποι. Μεταφέροντας δείγμα των δέντρων αυτών στην Αγγλία, η Επιστημονική Κοινότητα της χώρας, είδε στους αρτόκαρπους μια οικονομική λύση για την θρέψη των σκλάβων στις Βρετανικές αποικίες της Καραϊβικής, εκτιμώντας πως τα δέντρα αυτά, μπορούν να ευδοκιμήσουν και εκεί. Το μόνο που έμενε ήταν να πάει ένα πλοίο με μεγάλους αποθηκευτικούς χώρους (αμπάρια) στην Ταϊτή και να μεταφέρει τέτοια δενδρύλλια στην Καραϊβική. Για την αποστολή αυτή, το 1787, το Βασιλικό Ναυτικό της Αγγλίας, αγόρασε το νεότευκτο - μόλις τριών ετών - εμπορικό ιστιοφόρο, Μπάουντι, κατασκευασμένο στο Γιορκσάιρ της Αγγλίας.
Πορτρέτο του Γουίλιαμ Μπλάι |
Πορτρέτο του Κρίστιαν Φλέτσερ |
Ταϊτή |
Αρτόκαρπος |
Κατά την συνέχεια του ταξιδιού, ο Μπλάι, εμφανώς δυσαρεστημένος από την συμπεριφορά του πληρώματος κατά την παραμονή του στην Ταϊτή, συνέχιζε να είναι αυστηρός προς το πλήρωμα του, με τον Φλέτσερ να είναι ο κύριος αποδέχτης της οργής του, επιπλήττοντας τον συνεχώς. Στις 22 Απριλίου του 1789, το πλοίο αγκυροβόλησε στo νησί Νομούκα των Νήσων Τόνγκα για να φορτώσει προμήθειες. Καθώς ο Μπλάι γνώριζε πως οι ιθαγενείς του νησιού θα μπορούσαν να γίνουν επικίνδυνοι, διέταξε τον Φλέτσερ μαζί με μια ομάδα ανδρών, να βγουν με μια βάρκα στην ακτή και να μαζέψουν προμήθειες, έχοντας μαζί τους όπλα τα οποία όμως δεν θα έβγαζαν έξω από την βάρκα. Ο Φλέτσερ, εκτέλεσε την εντολή, αλλά οι συνεχείς παρενοχλήσεις στην στεριά από τους ιθαγενείς, εμπόδισαν τον Φλέτσερ να βγάλει την αποστολή εις πέρας, με αποτέλεσμα να δεχθεί την οργισμένη επίπληξη του Μπλάι ο οποίος ξέσπασε και πάλι απάνω του όταν οι ιθαγενείς έκλεψαν από το πλοίο μια άγκυρα. Το πλοίο απέπλευσε από το νησί. Ο ενθουσιασμός που είχε ο Φλέτσερ στην αρχή αυτού του ταξιδιού, είχε μετατραπεί σε απογοήτευση. Από πιο έμπιστος αξιωματικός του Πλοιάρχου, έγινε ο πιο περιφρονημένος. Το γεγονός όμως που καθόρισε τις τύχες πλοίου και πληρώματος, ήταν όταν Μπλάι κατηγόρησε τον Φλέτσερ ότι του κλέβει καρύδες από τις προσωπικές του προμήθειες. Ο Φλέτσερ, αρνήθηκε την κατηγορία. Ο Μπλάι όμως, επέμενε. Για να τον αναγκάσει να αποδεχθεί την κατηγορία, τιμώρησε όλο το πλήρωμα, περιορίζοντας τις μερίδες φαγητού κατά το ήμισυ και απαγορεύοντας την χορήγηση ρουμιού. Ο Φλέτσερ, δεν ήταν πλέον ο μόνος που ζούσε μια ανυπόφορη ζωή στο πλοίο.
Τα ξημερώματα τις 28ης Απριλίου του 1789, ο Φλέτσερ, με άλλους 17 άνδρες από το πλήρωμα, αιφνιδιάζοντας τους υπόλοιπους που κοιμόντουσαν, πήρε τα όπλα του πλοίου και κατέλαβε τον έλεγχο του. Τρεις άνδρες, εισέβαλαν στην Καμπίνα του Μπλάι, και υπό την απειλή των όπλων, του έδεσαν τα χέρια και τον έβγαλαν στο κατάστρωμα. Ο θόρυβος από την αναστάτωση, ξύπνησε και το υπόλοιπο πλήρωμα που - υπό την απειλή των όπλων - τηρούσε παθητική στάση. Ο Μπλαι, οργισμένος, επικαλούμενος τις συνέπειες του νόμου, απαιτούσε από τον Φλέτσερ να τον αφήσει ελεύθερο και να επανέλθει στην τάξη. Ο Φλέτσερ όμως, ήταν ήδη αποφασισμένος. Κατέβασε μια βάρκα στην θάλασσα, και ώθησε τον Μπλάι να μπει μέσα μαζί με όσους ήθελαν να τον ακολουθήσουν κρατώντας τους χάρτες του. Οι άνδρες που θέλησαν να ακολουθήσουν τον Μπλάι ήταν περισσότεροι από όσους μπορούσαν να χωρέσουν στην βάρκα. Έτσι, κάποιοι παρέμειναν στο πλοίο παρά την θέληση τους. Αφού ο Φλέτσερ παραχώρησε στην βάρκα προμήθειες πέντε ημερών και τέσσερα σπαθιά, έκοψε το σχοινί αρχίζοντας ένας αγώνας επιβίωσης για το Μπλάι και τους έμπιστους του, και μια νέα περιπέτεια για το Μπάουντι.
Ο Μπλάι, κατευθύνθηκε στο κοντινό νησί Τοφούα, για να βρει επιπλέον προμήθειες. Αφού έφτασαν στο νησί, άρχισαν να προμηθεύονται με νερό και τρόφιμα. Ο έμπειρος Μπράι όμως, αντιλήφθηκε τις εχθρικές διαθέσεις των ιθαγενών και διέταξε τους άνδρες του να μπουν στην βάρκα και να φύγουν. Καθώς εκείνοι επέστρεφαν στην βάρκα, μια ομάδα ιθαγενών κινήθηκε για να την καταλάβει, έχοντας ήδη πιάσει το σχοινί της και τραβώντας την προς την στεριά. Κατά την προσπάθεια των Άγγλων να απεγκλωβιστούν, ένας άνδρας σκοτώθηκε από τον λιθοβολισμό των ιθαγενών. Το πλήρωμα τα κατάφερε, και βγήκε στα ανοιχτά. Ο Μπλάι, φοβούμενος για ανάλογες επιθέσεις, συμφώνησε με το πλήρωμα να αποφύγουν την προσέγγιση άλλων κοντινών νησιών της περιοχής και να κατευθυνθούν προς την Ολλανδική αποικία του Τιμόρ, με τις προμήθειες που ήδη είχαν. Η μοναδική αυτή ευκαιρία για επιβίωση, απαιτούσε έναν διάπλου 3500 ναυτικών μιλίων με βάρκα στον Ειρηνικό Ωκεανό. Μετά από τρεισήμισι μήνες κακουχιών και τον κίνδυνο ανατροπής της βάρκας από τις μπόρες και τα κύματα του ωκεανού, ο Μπλάι με τους άνδρες του, εξαντλημένοι και υποσιτισμένοι, κατάφεραν να φτάσουν στην Ολλανδική αποικία Κουπάνγκ του Τιμόρ, στις 14 Αυγούστου του 1789, όπου ο Μπλάι κατήγγειλε την ανταρσία.
Όσο ο Μπλάι ταξίδευε προς το Τιμόρ, το Μπάουντι υπό την διακυβέρνηση του Φλέτσερ, κατευθύνθηκε στο νησί Ταμπουάι το οποίο βρίσκεται 450 ναυτικά μίλια νότια της Ταϊτής. Ο Φλέτσερ, ήξερε πως ο Μπλάι θα επιζήσει και θα καταγγείλει την ανταρσία, περιμένοντας κάποιο από τα βρετανικά πλοία να καταφτάσει στην περιοχή και να τον καταδιώξει. Στο νησί Ταμπουάι, βρήκε ένα φυσικό οχυρό, καθώς το μικρό αυτό νησί, περιβαλλόταν από κοραλλιογενείς υφάλους που δεν θα επέτρεπαν στα βρετανικά πλοία να πλησιάσουν το νησί. Εκεί, ο Φλέτσερ αποφάσισε να χτίσει έναν οικισμό. Για την επιβίωση του οικισμού όμως χρειαζόταν γυναίκες και περισσότερους άνδρες ώστε να μπορεί να επιβληθεί στους εχθρικούς ιθαγενείς του νησιού. Για τον λόγο αυτό, επέστρεψε προς την Ταϊτή. Λέγοντας στον αρχηγό των ιθαγενών πως ο Πλοίαρχος Μπλάι και ο Πλοίαρχος Κουκ ίδρυσαν έναν νέο οικισμό στο νησί Αϊτουτάκι (Νήσοι Κουκ), ζήτησαν να τους ενισχύσει με έμψυχο δυναμικό και προμήθειες. Οι καλές σχέσεις που είχε ο αρχηγός της φυλής με τους δύο Πλοιάρχους, τον έπεισαν να εφοδιάσει το Μπάουντι με προμήθειες και 30 ιθαγενείς, άνδρες και γυναίκες. Ο Φλέτσερ με τους υπόλοιπους αντάρτες και τους 30 Ταϊτινούς, κατέπλευσαν και πάλι στο Ταμπουάι, όπου και άρχισαν να χτίζουν τον οικισμό. Οι ιθαγενείς του νησιού όμως, παρά τις προσπάθειες του Φλέτσερ, παρέμειναν εχθρικοί με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί σύρραξη όπου σκοτώθηκαν 66 ιθαγενείς. Οι έποικοι όμως είχαν ήδη απογοητευτεί και πολλοί επιθυμούσαν να επιστρέψουν στην Ταϊτή. Ο Φλέτσερ, δεν είχε άλλη επιλογή.
Μετά από τρεις μήνες παραμονής στο Ταμπουάι, το Μπάουντι επέστρεψε και πάλι στην Ταϊτή. Η υποδοχή του όμως από τον αρχηγό των ιθαγενών, δεν ήταν θερμή καθώς είχε μάθει από ένα άλλο διερχόμενο Βρετανικό πλοίο πως ο Πλοίαρχος Κουκ, είχε πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια, καταλαβαίνοντας έτσι την πλεκτάνη του Φλέτσερ. Ο Φλέτσερ, ήξερε πλέον καλά πως δεν μπορούσε να μείνει για πολύ στην Ταϊτή. Το ίδιο βράδυ, με τους οχτώ εναπομείναντες αντάρτες, διοργάνωσε μια γιορτή πάνω στο πλοίο, προσκαλώντας κάποιους από τους ιθαγενείς, κυρίως γυναίκες. Μία από εκείνες ήταν και η Ταϊτινή γυναίκα του Φλέτσερ. Κατά την διάρκεια της γιορτής, ο Φλέτσερ έκοψε αιφνιδιαστικά το σχοινί της άγκυρας και απέπλευσε έχοντας πλέον τους είκοσι έξι καλεσμένους, ως αιχμάλωτους από τους οποίους, μόλις οι έξι ήταν άνδρες. Ανάμεσα στις γυναίκες, υπήρχαν και έξι ηλικιωμένες τις οποίες αποβίβασε σε ένα κοντινό νησί καθώς δεν χρησίμευαν σε τίποτα. Έπειτα, κατευθύνθηκε ανατολικά αναζητώντας το νησί Πίτκερν το οποίο είχε ανακαλυφθεί πριν 22 χρόνια από τους Βρετανούς. Καθώς είχε φτάσει να πλέει στην περιοχή του νησιού, είδε πως το νησί δεν υπήρχε εκεί που το ανέφερε ο χάρτης. Συνεχίζοντας να πλέει ανατολικά, ανακάλυψε πως ο χάρτης ήταν εσφαλμένος και το νησί βρισκόταν 176 ναυτικά μίλια ανατολικότερα από το σημείο που το ανέφεραν οι Βρετανικοί χάρτες. Αυτό, θα κρατούσε αρκετά μακριά τους Βρετανούς που θα έφταναν στην περιοχή για να καταδιώξουν τους αντάρτες.
Το νησί Πίτκερν |
Η πυρπόληση του Μπάουντι - Σκηνή από την ταινία "The Bounty" (1984) |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου