Τα πλοία τους, ήταν κωπήλατα έχοντας και ένα ιστίο στην μέση, ώστε να εκμεταλλεύονται και τον άνεμο. Το ιστίο, στην βάση του είχε έναν στροφέα (μεντεσέ) μέσω του οποίου μπορούσε να ξαπλωθεί στο κατάστρωμα ώστε να προστατευθεί από τους δυνατούς ανέμους και να μην σπάσει. Τα πλοία τους, έφταναν μέχρι και τα τριάντα μέτρα και ήταν ελαφριά με μικρό βύθισμα που συνήθως δεν ξεπερνούσε το ένα μέτρο, κάτι που τα έκανε ευέλικτα στους χειρισμούς, έχοντας την δυνατότητα να περνούν πάνω από ύφαλους που δεν ήταν ορατοί και να βγαίνουν εύκολα στις ακτές. Αυτό το πλεονέκτημα, τους βοήθησε να διαπλεύσουν και τα ποτάμια της κεντρικής Ευρώπης, όπως ο Ρήνος, ο Δούναβης, ο Βόλγας και ο Δνείπερος. Η ταχύτητα τους, μπορούσε να φτάσει μέχρι και τους δέκα κόμβους και ο συνηθισμένος αριθμός κωπηλατών που είχαν, ήταν από 40 μέχρι 60. Οι άκρες των πλοίων τους ήταν καμπυλωτές και αρκετά υπερυψωμένες σε σχέση με το υπόλοιπο πλοίο. Στην πλώρη τους, υπήρχε σκαλισμένο το κεφάλι ενός δράκου ή ένα φίδι τα οποία είχαν να κάνουν με τις δοξασίες τους.
Λόγω του ψηλού γεωγραφικού πλάτους των χωρών τους, επέλεγαν πάντα να ταξιδεύουν κατά τους θερινούς μήνες όπου το φως της ημέρας διαρκεί ακόμα και όλο το εικοσιτετράωρο, αλλά και οι καιροί είναι αρκετά ηπιότεροι σε σχέση με τον βαρύ χειμώνα της περιοχής. Οι χάρτες για τους Βίκινγκς, ήταν κάτι το άγνωστο. Η ναυσιπλοΐα τους, βασίζονταν σε σημάδια της στεριάς καθώς ακόμα και στην ανοιχτή θάλασσα, ήξεραν πως αν ακολουθούσαν μια συγκεκριμένη κατεύθυνση θα συναντούσαν κάποιο συγκεκριμένο νησί ή κάποια χαρακτηριστική στεριά. Για κάθε προορισμό, είχαν δημιουργήσει ποιήματα τα οποία περιέγραφαν την διαδρομή που έπρεπε να ακολουθήσουν τα οποία περνούσαν προφορικά από γενιά σε γενιά. Παρόλα αυτά όμως, είχαν αντιληφθεί και την χρησιμότητα του Ήλιου και του Πολικού Αστέρα ώστε να βρίσκουν τον προσανατολισμό τους. Ως άγριος λαός, οι Βίκινγκς, ήταν σε μεγάλο βαθμό εξοικειωμένοι με την φύση. Μπορούσαν να καταλάβουν πόσο κοντά βρίσκονται σε κάποια στεριά, από τα θαλάσσια πουλιά, καθώς το κάθε είδος πετούσε μέχρι κάποια συγκεκριμένη απόσταση από την στεριά, την οποία εκείνοι γνώριζαν. Ενώ, από τις φάλαινες, μπορούσαν να βρουν τα θαλάσσια ρεύματα τα οποία εκμεταλλευόντουσαν αναλόγως καθώς οι φάλαινες, βρισκόντουσαν πάντα κοντά στα ρεύματα για να βρίσκουν τροφή από τα παρασυρόμενα ψάρια.
Οι αισθήσεις τους, έπαιζαν επίσης σημαντικό ρόλο στον τρόπο ναυσιπλοΐας τους, κυρίως όταν οι στεριές δεν ήταν ορατές, λόγω κάποιας ομίχλης. Καταλάβαιναν πως πλησιάζουν σε κάποια στεριά από τον ήχο των κυμάτων, από την οσμή των δασών ή κάποιας φωτιάς, ακόμη και από τις μεταβολές της θαλάσσιας αύρας. Οι πιο έμπειροι μάλιστα, μπορούσαν να το καταλάβουν και από την γεύση της θάλασσας. Κατά την θερινή περίοδο που λιώνουν οι πάγοι στην στεριά, το γλυκό νερό που κυλά στην θάλασσα, κάνει το θαλασσινό νερό που βρίσκεται κοντά στις ακτές υφάλμυρο, ώστε να του δίνει διαφορετική γεύση από εκείνη του θαλασσινού νερού.
Βίκινγκς, αν και είχαν φτάσει στις σημερινές ακτές του Καναδά, μόλις που κατάφεραν να δημιουργήσουν έναν μικρό οικισμό για μικρό χρονικό διάστημα καθώς δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τις συχνές επιθέσεις των ιθαγενών ούτε μπορούσαν να υποστηρίξουν μια γενικευμένη εκστρατεία ενάντιων τους καθώς ήδη είχαν βρεθεί πολύ μακριά από τα μητροπολιτικά τους κέντρα και οι κοντινές αποικίες τους στην Γροιλανδία δεν είχαν τον απαραίτητο πληθυσμό. Παρόλα αυτά όμως, συνέχιζαν να πραγματοποιούν ταξίδια στις Αμερικανικές ακτές για να προμηθευτούν ξυλεία από τα εύφορα δάση της περιοχής. Μετά την ήττα τους στην Μάχη του Στάμφορντ Μπριτζ το 1066 από τους Αγγλοσάξονες, οι Βίκινγκς, δεν πραγματοποίησαν άλλη επιδρομή καθώς είχε αρχίσει και ο πλήρης εκχριστιανισμός τους ώστε οι χώρες τους να ακολουθήσουν τα πρότυπα των υπόλοιπων ευρωπαϊκών χωρών της εποχής. Οι σημερινοί λαοί που αποτελούν ιστορική συνέχεια τους, είναι οι Νορβηγοί, οι Σουηδοί, οι Δανοί και οι Ισλανδοί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου