Το 1551, ιδρύεται στην Αγγλία η Εταιρία των Εμπορικών Επιχειρήσεων σε Νέες Χώρες, από τον Σεμπάστιαν Κάμποτ, τον Χιου Ουίλαμπι και τον Ρίτσαρντ Τσάνσελορ. Κύριος σκοπός της εταιρίας αυτής, ήταν η εξεύρεση ενός θαλάσσιου περάσματος βόρεια της Ευρασίας, που θα οδηγούσε στην Κίνα. Δύο χρόνια μετά την ίδρυση της, πραγματοποιήθηκε η πρώτη εξερευνητική αποστολή με τρία πλοία υπό την διοίκηση του Χιου Ουίλαμπι η οποία δεν έφτασε ανατολικότερα από το νησί της Νόβαγια Ζεμλιά. Η αποτυχία αυτής της αποστολής σημαδεύτηκε από τον θάνατο του Ουίλαμπι και των πληρωμάτων των δύο πλοίων, που παγιδεύτηκαν από τους πάγους κοντά στις ακτές της περιοχής που σήμερα βρίσκεται το Μούρμανσκ, ενώ το τρίτο πλοίο όπου πλοίαρχος ήταν ο Ρίτσαρντ Τσάνσελορ, πρόλαβε να καταφύγει στην Λευκή Θάλασσα και να καταπλεύσει στις ακτές της Καρελίας. Ο Τσάρος Ιβάν ο Τρομερός, μαθαίνοντας για την άφιξη του, τον κάλεσε στην Μόσχα για να συνάψει εμπορικές συμφωνίες με τους Άγγλους. Καθώς στην συνέχεια οι προτάσεις του Τσάρου έγιναν αποδεχτές από την Βασίλισσα της Αγγλίας Μαρία την Πρώτη, η εταιρία μετονομάστηκε το 1555 σε Εταιρία της Μοσχοβίας, αποκτώντας το εμπορικό μονοπώλιο μεταξύ της Αγγλίας και της Ρωσίας, λειτουργώντας παράλληλα και σαν διπλωματικός συνδετικός κρίκος μεταξύ των δύο χωρών. Παρόλα αυτά όμως, συνέχισε να είναι επικεντρωμένη στον πρωταρχικό της σκοπό για την αναζήτηση ενός βόρειου θαλάσσιου δρόμου προς την Κίνα. Το 1602, με την ίδρυση της Ολλανδικής Εταιρίας των Ανατολικών Ινδιών, οι Άγγλοι απέκτησαν ανταγωνιστή σε αυτό το εγχείρημα, κάτι που τους έκανε να επισπεύσουν τις προσπάθειες τους. Πάνω σε αυτή την αναζήτηση, αρχίζει και η ιστορία του Άγγλου Θαλασσοπόρου, Χένρι Χάντσον.
Ο Χένρι Χάντσον, επιλέχτηκε το 1607 από την Αγγλική εταιρία, για να αναλάβει την επόμενη εξερεύνηση για την αναζήτηση του Βορειοανατολικού Περάσματος. Εκμεταλλευόμενος τους θερινούς μήνες, έχοντας μαζί του και τον γιο του, απέπλευσε από τo λιμάνι του Τίλμπουρι, την Πρώτη Μαΐου του 1607 με το πλοίο Χόπγουελ (Hopewell). Κατευθύνθηκε βόρεια μέχρι τις ανατολικές ακτές της Γροιλανδίας όπου έφτασε στις 14 Ιουνίου. Από εκεί, εκτιμώντας πως λόγω του καλοκαιριού οι πάγοι των πολικών θαλασσών θα είχαν λιώσει, έπλευσε ανατολικά, φτάνοντας στις 27 Ιουνίου, στις δυτικές ακτές του νησιού Σπίτσμπεργκεν του Αρχιπελάγους Σβάλβαρντ. Τις περίπλευσε προς βόρεια κατεύθυνση με σκοπό να φτάσει στην βόρεια άκρη του νησιού και να συνεχίσει ανατολικά. Όταν όμως έφτασε, η θάλασσα της περιοχής ήταν καλυμμένη από πάγους που καθιστούσαν αδύνατη την ναυσιπλοΐα. Αυτό, δεν άφησε άλλη επιλογή στον Χάντσον από το να επιστρέψει στην Αγγλία όπου και έφτασε στις 15 Σεπτεμβρίου. Το επόμενο έτος, του ανατέθηκε μία ακόμη προσπάθεια για την ανακάλυψη του Βορειοανατολικού Περάσματος, πλέοντας αυτή την φορά κατά μήκος των ακτών της Ρωσίας. Ο Χάντσον απέπλευσε και πάλι από το Τίλμπουρι με το ίδιο πλοίο, στις 22 Απριλίου του 1608. Όταν όμως τον Ιούλιο έφτασε στο νησί της Νόβαγια Ζεμλιά, συνάντησε ένα αδιάπλευστο στρώμα πάγου, αναγκάζοντας τον για ακόμη μια φορά να εγκαταλείψει την προσπάθεια και να επιστρέψει στην Αγγλία στις 26 Αυγούστου.
Το επόμενο έτος, τον πλησίασαν οι έμποροι της Ολλανδικής Εταιρίας των Ανατολικών Ινδιών και του πρότειναν να συνεχίσει την αναζήτηση του Βορειοανατολικού Περάσματος για λογαριασμό τους. Ο Χάντσον δέχτηκε και στις 4 Απριλίου του 1609 απέπλευσε από το Άμστερνταμ για την νέα του αποστολή με το πλοίο Άλβε Μαν (Halve Maen). Όταν κατά τα μέσα του Μαΐου έφτασε στις βόρειες ακτές της Σκανδιναβίας, συνάντησε ένα παχύ στρώμα πάγου που τον εμπόδισε να συνεχίσει. Οι εντολές που είχε για αυτή την περίπτωση, ήταν να επίστρεψε στο Άμστερνταμ. Ο Χάντσον όμως, όσο προετοίμαζε την αποστολή στο Άμστερνταμ, είχε ακούσει κάποιες φήμες για την ύπαρξη ενός θαλάσσιου περάσματος βόρεια του Νέου Κόσμου που συνδέει τον Ατλαντικό Ωκεανό με το Ειρηνικό. Έτσι, αγνοώντας τις εντολές, έπλευσε δυτικά. Τον Ιούλιο, έφτασε στις ακτές του Καναδά, περνώντας νότια από την Νέα Γη και φτάνοντας στην Νέα Σκοτία όπου και αγκυροβόλησε στις εκβολές του Ποταμού Λαχάβ. Το πλοίο έμεινε εκεί για δέκα μέρες ώστε να επισκευαστεί ένας σπασμένος ιστός (κατάρτι) και να μαζευτούν προμήθειες για την συνέχεια. Κατά την παραμονή, μία ομάδα ανδρών από το πλοίο, επιτέθηκε σε ένα κοντινό χωρίο ιθαγενών και έκανε πλιάτσικο. Όταν το πλοίο ήταν έτοιμο, ο Χάντσον συνέχισε την εξερεύνηση πλέοντας νοτιότερα προς τις ακτές των σημερινών Η.Π.Α. Τον Αύγουστο, έφτασε στον Κόλπο Ντέλαγουερ όπου ήταν και το νοτιότερο σημείο της περιπλάνησης του, αξιώνοντας τον ως Ολλανδική κτίση. Από εκεί, συνέχισε να εξερευνά τις βορειότερες ακτές, μέχρι που στις 3 Σεπτεμβρίου του 1609, έφτασε στον κόλπο που μετά από λίγα χρόνια θα αρχίσει να κτίζεται η Νέα Υόρκη, ανακαλύπτοντας τις εκβολές του ποταμού που σήμερα φέρει το όνομα του (Ποταμός Χάντσον).
Ο Χάντσον, αγκυροβόλησε στον κόλπο Λόουερ Μπέι για να εξερευνήσει την περιοχή. Στις 6 Σεπτεμβρίου, ο Ανθυποπλοίαρχος Τζον Κόλμαν μαζί με άλλους τέσσερις άνδρες του πληρώματος, αποβιβάστηκαν στις ακτές. Κατά την εξερεύνηση όμως, δέχθηκαν επίθεση με βέλη από τους ιθαγενείς, με αποτέλεσμα ο Κόλμαν να σκοτωθεί και οι υπόλοιποι να επιστρέψουν στο πλοίο. Ο Χάντσον, αναχώρησε από το σημείο και έπλευσε προς τον ποταμό που σήμερα φέρει το όνομα του, διαπλέοντας τον μέχρι το σημείο που πέντε χρόνια μετά θα χτιστεί ο ολλανδικός οικισμός που στην συνέχεια θα εξελιχθεί στην σημερινή πόλη, Άλμπανι. Κατά τον διάπλου του ποταμού, ήρθε σε επαφή με διάφορες φυλές ιθαγενών με τους οποίους εμπορεύτηκε γούνες. Στις 26 Σεπτεμβρίου, αποφάσισε να επιστρέψει στην Ευρώπη, χωρίς να καταφέρει τον αρχικό του σκοπό, έχοντας όμως ανακαλύψει νέα εδάφη για τους Ολλανδούς παρόλο που τις ίδιες ακτές είχε ανακαλύψει το 1524 ο Τζιοβάνι ντα Βερατζάνο για τους Γάλλους, χωρίς ωστόσο οι Γάλλοι να αξιοποιήσουν τις ανακαλύψεις αυτές. Κατά την επιστροφή του στο Άμστερνταμ, ο Χάντσον, αποφάσισε να κάνει μία στάση στο λιμάνι του Ντάρτμαουθ στο Ντέβον της Αγγλίας όπου κατέπλευσε στις 7 Νοεμβρίου του 1609. Εκεί όμως, οι αρχές κατάσχεσαν το πλοίο και απαγόρευσαν στον Χάντσον και τους Άγγλους που συμμετείχαν στην αποστολή να συνεργαστούν ξανά με τους Ολλανδούς. Παρόλα αυτά όμως, ο Χάντσον κατάφερε μέσω του Ολλανδού Πρέσβη, να στείλει το ημερολόγιο του πλοίου και την αναφορά του στους Ολλανδούς οι οποίοι στην συνέχεια θα ιδρύσουν οικισμούς στις περιοχές που ανακάλυψε, ονομάζοντας την ευρύτερη περιοχή Νέα Ολλανδία (Nieuw Nederland). Ένας από τους οικισμούς αυτούς, ιδρύθηκε το 1624 με την ονομασία Νέο Άμστερνταμ όπου το 1664, με την κατάκτηση του από τους Άγγλους θα μετονομαστεί σε Νέα Υόρκη. Στην περιοχή που είχε χτιστεί το Νέο Άμστερνταμ, σήμερα βρίσκεται η περιοχή του Μανχάταν.
Σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά την άφιξη του στην Αγγλία, ο Χάντσον βρήκε νέους υποστηρικτές για την αναζήτηση του Βορειοδυτικού περάσματος, από τις Αγγλικές εμπορικές εταιρίες της Βιρτζίνια και την Βρετανική Εταιρία των Ανατολικών Ινδιών. Τον Απρίλιο του 1610, απέπλευσε από την Αγγλία με το πλοίο Ντισκάβερι, έχοντας και πάλι μαζί τον γιο του. Έχοντας περιπλεύσει τις νότιες ακτές της Γροιλανδίας, στις 25 Ιουνίου, έφτασε στις καναδικές ακτές, στην είσοδο του πορθμού που σήμερα φέρει το όνομα του (Πορθμός Χάντσον). Περνώντας τον πορθμό, έφτασε στον κόλπο που επίσης σήμερα έχει το όνομα του (Κόλπος του Χάντσον). Το μεγάλο μέγεθος του κόλπου που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως θάλασσα αφού ξεπερνά σε έκταση θάλασσες όπως την Βόρεια, την Βαλτική ακόμα και τον Εύξεινο Πόντο, τον έκανε να πιστέψει πως μόλις είχε ανακαλύψει το Βορειοδυτικό Πέρασμα και πως μπροστά του βρισκόταν ο Ειρηνικός Ωκεανός. Έτσι, πριν συνεχίσει προς την Κίνα, αποφάσισε πρώτα να χαρτογραφήσει τις ανατολικές ακτές του κόλπου, μην γνωρίζοντας φυσικά για το τι υπάρχει δυτικότερα. Κατά την χαρτογράφηση, τον πρόλαβε ο χειμώνας, ώστε το πλοίο να ακινητοποιηθεί από τους πάγους, στον Κόλπο Τζέιμς που βρίσκεται στην νότια άκρη του κόλπου. Ο Χάντσον και το πλήρωμα του με το οποίο οι μεταξύ τους σχέσεις είχαν αρχίσει να χαλάνε, αναγκάστηκαν να περάσουν εκεί τον χειμώνα με τις προμήθειες τους να είναι σε οριακά επίπεδα.
Όταν τον Ιούνιο του 1611 το πλοίο ελευθερώθηκε από τους πάγους, ο Χάντσον, σε αντίθεση με την επιθυμία του πληρώματος που ήθελε να επιστρέψει στην Αγγλία, αποφάσισε να συνεχίσει δυτικά ώστε να ολοκληρώσει - όπως νόμιζε - την ανακάλυψη του Βορειοδυτικού Περάσματος. Η απόφαση του αυτή, εξαγρίωσε το πλήρωμα το οποίο, λίγες μέρες μετά την αναχώρηση του πλοίου, προχώρησε σε ανταρσία. Εκείνοι που συμμετείχαν στην ανταρσία, έβαλαν τον Χάντσον σε μία λέμβο μαζί με το γιο του και εφτά άνδρες από το πλήρωμα που είτε ήταν άρρωστοι είτε ήταν ακόμη πιστοί στον Χάντσον, τους άφησαν μερικά ρούχα μαζί με κάποια εφόδια, και τους εγκατέλειψαν. Οι εγκαταλελειμμένοι, προσπάθησαν να ακολουθήσουν το πλοίο κωπηλατώντας αλλά μάταια αφού εκείνο είχε ήδη αναπτύξει με τα πανιά του μεγαλύτερη ταχύτητα. Από τότε, δεν γνωρίζουμε τίποτα για την τύχη του Χάντσον και όσων έμειναν πίσω μαζί του. Το Ντισκάβερι, κατάφερε να επιστρέψει στην Αγγλία με μόλις οχτώ άνδρες. Αφού ομολογήθηκε η ανταρσία, οι πρωτεργάτες της δικάστηκαν. Η ποινή για συμμετοχή σε ανταρσία, ήταν η εκτέλεση. Στην συγκεκριμένη περίπτωση όμως, οι συμμετέχοντες, είχαν το πλεονέκτημα της εμπειρίας τους από τον Νέο Κόσμο που τους καθιστούσε πηγή πληροφοριών για μελλοντικές εξερευνήσεις. Για τον λόγο αυτό, η κατηγορία της ανταρσίας μετατράπηκε σε δολοφονία, από την οποία οι δικαστές τους αθώωσαν.
Ένα έτος μετά την επιστροφή της αποστολής, ο Τόμας Μπάτον ακολούθησε την διαδρομή του Χάντσον με τα πλοία Ντισκόβερι και Ρεζολούσιον με προορισμό την Ασία μέσω του Πορθμού του Χάντσον, αλλά και για να αναζητήσει τον ίδιο τον Χάντσον. Ο Μπάτον όμως, βρήκε μπροστά του τις δυτικές ακτές του κόλπου, ανακαλύπτοντας τελικά πως η θάλασσα που είχε ανακαλύψει ο Χάντσον, δεν ήταν παρά ένας μεγάλος κόλπος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου