Το 1235, στις όχθες του Ποταμού Νίγηρα, νοτιοδυτικά της σημερινής πρωτεύουσας του Μάλι, Μπαμακό, γίνεται η Μάχη της Κιρινά όπου ο Πρίγκιπας της φυλής των Μαντίνκα, Σουντιάτα Κεϊτά, υπερισχύει με τον στρατό του της φυλής Σόσο, κατακτώντας τα εδάφη τους που βρίσκονταν στην σημερινή Γκάνα. Η μάχη αυτή, σηματοδοτεί και την ίδρυση της Αυτοκρατορίας του Μάλι με τον Σουντιάτα Κεϊτά να γίνεται ο πρώτος Αυτοκράτορας. Η Αυτοκρατορία του Μάλι, εκτός από την περιοχή που βρίσκεται το σημερινό κράτος του Μάλι, είχε εξαπλωθεί από το δυτικό κομμάτι του σημερινού κράτους του Νίγηρα, μέχρι τις ακτές του Ατλαντικού Ωκεανού, συμπεριλαμβάνοντας τα εδάφη των σημερινών κρατών της Σενεγάλης, της Γκάμπια και ενός τμήματος της βορειοανατολικής Γουινέας. Στην απομακρυσμένη και άγνωστη για τον Ευρωπαϊκό Κόσμο τότε Αυτοκρατορία του Μάλι, υπήρχαν ορυχεία χρυσού που η εξόρυξη τους έφτανε σχεδόν το ήμισυ της παραγωγής του τότε γνωστού Κόσμου, ώστε μαζί με την εξαγωγή άλατος, χαλκού αλλά και σκλάβων, να γίνει μία από τις πλουσιότερες αυτοκρατορίες της Ιστορίας.
Καθώς το Ισλάμ είχε εξαπλωθεί σε όλη την Βόρεια Αφρική, μέσω των εμπορικών επαφών, υιοθετήθηκε και από τους Μαλιανούς. Από το 1312 μέχρι το 1335 περίπου όπου και πέθανε, Αυτοκράτορας του Μάλι ήταν ο Μούσα Κεϊτά ο Πρώτος, γνωστός και ως Μάνσα Μούσα, ο οποίος έχει καταγραφεί ως ο πλουσιότερος άνθρωπος της Ιστορίας. Το 1324, ο Μάνσα Μούσα, ως πιστός μουσουλμάνος, ταξίδεψε με μια μεγαλειώδη πομπή προς την Μέκκα για να προσκυνήσει. Κατά το πέρασμα του από το Κάιρο, όταν συναντήθηκε με τον τοπικό Κυβερνήτη, ο Κυβερνήτης του ζήτησε να διηγηθεί πώς έγινε Αυτοκράτορας. Έτσι, καταγράφηκε από τον Άραβα ιστορικό της εποχής Σινάμπ αλ Ουμαρί, η προσπάθεια των Μαλιανών να εξερευνήσουν τον Ατλαντικό Ωκεανό.
Προκάτοχος του Μάνσα Μούσα ήταν ο Αμπού Μπακρ ο Δεύτερος. Ο Αμπού Μπακρ ήταν πεπεισμένος πως ο ανεξερεύνητος τότε Ατλαντικός Ωκεανός, είχε κάποιο γεωγραφικό όριο που κατέληγε σε κάποιες άγνωστες ακτές. Θέλοντας να επαληθεύσει αυτή του την θεωρία, εξόπλισε εκατοντάδες πλοιάρια με χρυσό και προμήθειες που αρκούσαν για μια πολυετή εξερεύνηση και έδωσε την εντολή στους διοικητές του στόλου, να αναχωρήσουν και να επιστρέψουν μόνο όταν φτάσουν στην άλλη άκρη του ωκεανού ή αν εξαντληθούν οι προμήθειες τους. Αφού απέπλευσαν από τις ακτές της Σενεγάλης, μετά από ένα μεγάλο - απροσδιόριστο - χρονικό διάστημα, επέστρεψε μόλις ένα πλοιάριο. Ο κυβερνήτης του, διηγούμενος στον Αμπού Μπακρ τι είχε συμβεί, ανέφερε πως ένα έντονο ρεύμα το οποίο περιέγραψε σαν ένα ποτάμι μέσα στον ωκεανό, παρέσυρε όλα τα πλωτά μέσα της αποστολής, εξαφανίζοντας τα. Εκείνος, θέλοντας να το αποφύγει, αποφάσισε να επιστρέψει πίσω. Ο Αμπού Μπακρ, δεν τον πίστεψε και αποφάσισε να ηγηθεί ο ίδιος μιας νέας και μεγαλύτερης εκστρατείας. Αφού όρισε ως Αυτοκράτορα τον Μάνσα Μούσα για το διάστημα που θα έλειπε, το 1312, έπλευσε προς τον Ατλαντικό Ωκεανό, αυτή την φορά με δύο χιλιάδες πλοία. Δεν επέστρεψε όμως ποτέ. Έτσι, ο Μάνσα Μούσα παρέμεινε Αυτοκράτορας μέχρι το τέλος της ζωής του.
Αν και αυτή η αναφορά είναι η μοναδική που υπάρχει για την συγκεκριμένη εξερεύνηση, μπορεί να γίνει μια καλή προσέγγιση για το τι πραγματικά συνέβη. Ο Αμπού Μπακρ, όντας Αυτοκράτορας μιας πλούσιας Αυτοκρατορίας που ευημερούσε χάριν του χρυσού, σίγουρα μπορούσε να υποστηρίξει οικονομικά ένα τέτοιο εγχείρημα ώστε να ικανοποιήσει την φιλοδοξία του και να φτάσει στις αντίπερα άγνωστες ακτές του Ατλαντικού. Αν και ο αριθμός των πλοιαρίων που συμμετείχαν στις δύο αυτές εξορμήσεις - ιδιαίτερα στην δεύτερη - από πολλούς ιστορικούς θεωρείται ως υπερβολή της αφήγησης για λόγους εντυπωσιασμού, δεν αποκλείεται να είναι αληθινός καθώς σε αυτή την εκστρατεία, λόγω της υψηλής αμοιβής και της δόξας, θα ήταν πολλοί οι ιδιώτες πλοίων που θα ήθελαν να συμμετάσχουν. Ακόμα όμως και αν ναυπηγήθηκαν πλοία καθαρά γι’ αυτόν τον λόγο, στην Αυτοκρατορία, υπήρχαν και οι οικονομικοί πόροι αλλά και οι πρώτες ύλες για να γίνει αυτό. Οι ακτές της Σενεγάλης, όπου τότε ήταν μέρος της Αυτοκρατορίας του Μάλι, συμπτωματικά βρίσκονται στο σημείο των ηπειρωτικών ακτών της Αφρικής που βρίσκονται κοντύτερα στις ακτές της Βραζιλίας, μια απόσταση περίπου τρεις φορές μικρότερη από εκείνη που θα διανύσει ο Κολόμβος σχεδόν δύο αιώνες αργότερα κατά το πρώτο του ταξίδι προς την Αμερική. Συμπεριλαμβάνοντας υπόψιν και το τροπικό κλίμα της περιοχής όπου οι καιρικές συνθήκες είναι ηπιότερες, θα μπορούσε να πιστέψει κανείς πως οι Μαλιανοί, δεν αποκλείεται να είχαν φτάσει στις ακτές της Αμερικής. Οι Μαλιανοί όμως, από την στιγμή που ανοίχτηκαν δυτικά στον Ατλαντικό Ωκεανό, ήταν καταδικασμένοι να μην επιστρέψουν πίσω, διότι έπεσαν πάνω στο ισχυρό Βόρειο Ισημερινό Ρεύμα το οποίο έχει δυτική κατεύθυνση ώστε να τους παρασύρει μεν προς τις ακτές της Βραζιλίας αλλά να τους εμποδίσει δε να επιστρέψουν πίσω, καθώς οι Μαλιανοί δεν είχαν ανεπτυγμένες ναυτιλιακές γνώσεις. Πολύ πιθανόν κάποια από τα πλοιάρια τους, να επιβίωσαν από τις φουσκοθαλασσιές και τυχούσες τροπικές καταιγίδες του ωκεανού και να κατάφεραν να φτάσουν στις ακτές της Νοτίου Αμερικής. Όπως και να 'χει, ακόμα και αν οι Μαλιανοί έφτασαν στην Αμερική, δεν επέστρεψε κανείς τους στον Παλαιό Κόσμο ώστε να αναγγείλει την ύπαρξη μιας άγνωστης γης. Για τον λόγο αυτό, το αν πραγματικά έφτασαν ή όχι, παραμένει μια εικασία ελλείψει ιστορικών στοιχείων που να το αποδεικνύουν και φυσικά, στην περίπτωση αυτή, δεν μπορούμε να μιλάμε για μια προκολομβιανή ανακάλυψη της Αμερικής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου