Τα πλοία του Βάσκο
ντα Γκάμα, επιστρέφουν το 1499 στην Λισσαβόνα, μεταφέροντας το σπουδαίο νέο της
εύρεσης του θαλάσσιου δρόμου προς την Ινδία. Οι πρώτες πορτογαλικές καραβέλες,
είχαν περάσει ήδη στον Ινδικό Ωκεανό. Τα αποτελέσματα όμως από την Ινδία δεν ήταν τα αναμενόμενα. Αντί να συναφθούν εμπορικές συμφωνίες μεταξύ των δύο χωρών, αντιθέτως, δημιουργήθηκαν εχθρικές σχέσεις. Ο
Βασιλιάς Εμμανουήλ της Πορτογαλίας, σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να
δεχθεί την εμπορική αποτυχία μίας προσπάθειας που είχε ήδη διαρκέσει αρκετές
δεκαετίες. Χωρίς να χάσει χρόνο, έδωσε την εντολή για την προετοιμασία της
επόμενης αποστολής. Μιας αποστολής, που θα έπρεπε να μεταφέρει πάση θυσία τα πολύτιμα εμπορεύματα των Ινδών προς την Πορτογαλία, ακόμα και με την βία. Για το λόγο αυτό, ως ηγέτης της αποστολής, έπρεπε να επιλεχθεί κάποιος ο οποίος ήταν άρτια εκπαιδευμένος στα όπλα της εποχής και την στρατηγική. Αυτός, ήταν ένας έμπιστος ευγενής του Βασιλιά από το Μπελμόντε της
Πορτογαλίας. Ο 33χρονος, Πέντρο Άλβαρεζ Καμπράλ.
Ο Καμπράλ, με έναν στόλο από δεκατρία πλοία, απέπλευσε από την Λισσαβόνα
στις 9 Μαρτίου του 1500 υπό τις επευφημίες του ενθουσιώδες πλήθους που είχε
συγκεντρωθεί στην προβλήτα. Στα πλοία, επέβαιναν χίλιοι πεντακόσιοι άνδρες. Από
αυτούς, οι εφτακόσιοι ήταν στρατιώτες έτσι ώστε να διασφαλιστεί ο κύριος στόχος
της αποστολής που ήταν να επιστρέψουν τα πλοία, φορτωμένα με μπαχαρικά. Στις 14
Μαρτίου, τα πλοία φτάνουν στα Κανάρια Νησιά και στις 22 Μαρτίου, στα νησιά του
Πράσινου Ακρωτηρίου (Κάβο Βέρντε). Από την άφιξη του στο Πράσινο Ακρωτήριο,
μπορούμε εύκολα να καταλάβουμε πως η πρόθεση του Καμπράλ, δεν ήταν να
κατευθυνθεί απευθείας προς το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας για να περάσει προς
τον Ινδικό Ωκεανό, καθώς θα έπρεπε να συνεχίσει να πλέει πλησίον των
ηπειρωτικών ακτών της Αφρικής αντί να πάει στα νησιά του Πράσινου Ακρωτηρίου.
Πέρα από το εμπόριο των μπαχαρικών υπήρχε και ένα άλλο κρυφό σχέδιο το οποίο
ήταν τα πλοία να πλεύσουν δυτικότερα από την Αφρική ώστε να δουν αν υπάρχει
κάποια άγνωστη γη η οποία βρίσκεται στην Πορτογαλική σφαίρα των ανακαλύψεων
σύμφωνα με την Συνθήκη της Τορδεσίλιας.
Τα πλοία συνέχισαν
να πλέουν νοτιοδυτικά των νησιών του Πράσινου Ακρωτηρίου όπου κατά την διάρκεια
του πλου, ένα από τα πλοία του στόλου αποκόπηκε και χάθηκε. Στις 21
Απριλίου, το πλήρωμα άρχισε να βλέπει φύκια στην θάλασσα όπου ήταν μια μεγάλη
ένδειξη πως ο στόλος βρισκόταν κοντά σε κάποια στεριά. Η ένδειξη αυτή,
επιβεβαιώθηκε την επόμενη μέρα, στις 22 Απριλίου του 1500. Οι Πορτογάλοι είχαν
φτάσει για πρώτη φορά στην Βραζιλία, στην περιοχή του Πόρτο Σεγκούρο. Τα πλοία
αγκυροβόλησαν σε έναν κολπίσκο. Στην ακτή, άρχισαν
να μαζεύονται ιθαγενείς οι οποίοι παρατηρούσαν έκπληκτοι τα πρωτόγνωρα και εντυπωσιακά για
εκείνους πορτογαλικά πλοία. Την επόμενη ημέρα, ο Καμπράλ έστειλε στην ακτή μερικούς
άνδρες υπό τον Νικολάου Κοέλιο για να τους πλησιάσει. Οι ιθαγενείς τους
υποδέχθηκαν ειρηνικά και αντάλλαξαν δώρα. Όταν ο Κοέλιο επέστρεψε, ο Καμπράλ
του έδωσε την εντολή να πάει με το πλοίο του βορειότερα και να βρει ένα
ασφαλέστερο καταφύγιο για τον στόλο. Ακολουθώντας τις εντολές του Καμπράλ, ο
Κοέλιο έπλευσε βορειότερα και βρήκε ένα ασφαλές λιμάνι εκεί που σήμερα
βρίσκεται η πόλη του Πόρτο Σεγκούρο όπου στην Πορτογαλική γλώσσα σημαίνει "ασφαλές λιμάνι".
Οι Πορτογάλοι αποβιβάζονται για πρώτη φορά στην Βραζιλία. |
Αφού ο στόλος
μεταφέρθηκε στο ασφαλές αυτό καταφύγιο, ο πιλότος του Καμπράλ, έφερε στο πλοίο
δύο από τους ιθαγενείς που είχαν μαζευτεί στην ακτή. Ο Καμπράλ τους προσέφερε
δώρα συνάπτοντας μία ακόμη ειρηνική επαφή. Στις 26 Απριλίου όπου ήταν η μέρα
του Πάσχα, οι Πορτογάλοι αποβιβάστηκαν στην ακτή για να γιορτάσουν. Έστησαν
έναν μεγάλο ξύλινο σταυρό όπου εκεί ο Καμπράλ ανακήρυξε την κατοχύρωση της νέας
αυτής γης στο όνομα του Βασιλιά της Πορτογαλίας και την ονόμασε Βέρα Κρουζ
(Αληθινός σταυρός). Εκεί, οι άνδρες εφοδίασαν τα πλοία με νέες προμήθειες. Την
επόμενη μέρα, ο Καμπράλ έστειλε ένα πλοίο πίσω στην Πορτογαλία για να
αναγγείλει το γεγονός της νέας ανακάλυψης. Έπειτα, ο Καμπράλ με τον στόλο του
συνέχισε να πλέει νότια κατά μήκος των ακτών της Βραζιλίας προσπαθώντας να
κάνει τον περίπλου της καθώς νόμιζε πως ήταν κάποιο νησί. Μετά από τρεις μέρες
όμως, είδε πως η κατεύθυνση της ακτογραμμής δεν άλλαζε συνειδητοποιώντας έτσι
πως η γη που ανακάλυψε ήταν μέρος μιας μεγάλης ηπειρωτικής χώρας. Μην
γνωρίζοντας πόσο θα διαρκούσε αυτή η εξερεύνηση, στις 5 Μαΐου, αναχώρησε για
τον αρχικό σκοπό του ταξιδιού του κατευθυνόμενος προς την Ινδία.
Καθώς ο στόλος
πλησίαζε το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας, έπεσε σε μία ισχυρή θαλασσοταραχή όπου
χάθηκαν τέσσερα πλοία μαζί με τριακόσιους άνδρες. Τα υπόλοιπα, κατάφεραν με
μεγάλη δυσκολία να περάσουν το ακρωτήριο έχοντας υποστεί
σοβαρές ζημιές τις οποίες επισκεύασαν όταν κατέπλευσαν και αγκυροβόλησαν εκεί που
σήμερα βρίσκεται η Σοφάλα της Μοζαμβίκης. Στην συνέχεια, μετά από μία
αποτυχημένη προσπάθεια να συνάψει εμπορικές συμφωνίες στην περιοχή της Κιλούα (σημερινή
Τανζανία), ο Καμπράλ, έφτασε στο Μαλιντί. Εκεί, όπως και ο Βάσκο ντα Γκάμα,
είχε φιλική υποδοχή από τον Σουλτάνο της περιοχής παραχωρώντας του έναν πλοηγό
για να τον οδηγήσει στην Ινδία.
Στις 13 Σεπτεμβρίου
του 1500, τα πορτογαλικά πλοία κατέπλευσαν στην Καλικούτη. Ο Καμπράλ, αφού
συνάντησε τον τοπικό άρχοντα κατάφερε να πάρει την άδεια του ώστε να χτίσει μία
αποθήκη και να φυλάξει εκεί τα πορτογαλικά εμπορεύματα. Τρεις μήνες αργότερα, στις
16 Δεκεμβρίου, οι Πορτογάλοι που φρουρούσαν την αποθήκη δέχθηκαν μία
αιφνιδιαστική επίθεση από εκατοντάδες ντόπιους μουσουλμάνους. Πενήντα περίπου Πορτογάλοι
σκοτώθηκαν ενώ διασώθηκαν όσοι πρόλαβαν να φτάσουν πίσω στα αγκυροβολημένα πλοία,
κολυμπώντας. Η πρώτη αντίδραση του Καμπράλ, ήταν να δώσει προθεσμία μίας ημέρας
στον τοπικό άρχοντα, ώστε να απολογηθεί για το συμβάν και να ζητήσει συγνώμη.
Αυτό όμως δεν συνέβη. Τότε οι Πορτογάλοι πέρασαν σε αντίποινα. Αρχικά,
επιτέθηκαν σε δέκα αραβικά πλοία που ήταν αγκυροβολημένα στο λιμάνι, τα οποία
λεηλάτησαν και έκαψαν. Στην συνέχεια, τα κανόνια των πορτογαλικών πλοίων
βομβάρδιζαν για μία ημέρα την Καλικούτη.
Στις 24 Δεκεμβρίου, τα
πλοία πήγαν στο γειτονικό βασίλειο του Κότσι το οποίο ήταν υποταγμένο στον
άρχοντα της Καλικούτης. Ο άρχοντας του Κότσι, θέλοντας να αποτάξει την
κυριαρχία της Καλικούτης, συμμάχησε με τους Πορτογάλους και τους παραχώρησε
έδαφος ώστε να χτίσουν εκεί τις αποθήκες τους. Η πρώτη Ευρωπαϊκή αποικία στην Ευρώπη, ήταν γεγονός. Την τακτική του άρχοντα του
Κοσίν, ακολούθησαν και άλλα μικρά βασίλεια ώστε να έχουν την προστασία των
ισχυρότερων Πορτογάλων, παραχωρώντας τους κάθε διευκόλυνση. Ο Καμπράλ, αφού γέμισε
τα αμπάρια των πλοίων του με μπαχαρικά, κατευθύνθηκε στο κοντινό λιμάνι του Κανανόρε
και από εκεί, στις 16 Ιανουαρίου του 1501, πήρε τον δρόμο της επιστροφής για
την Πορτογαλία.
Έχοντας περάσει στις
απέναντι όχθες των ανατολικών ακτών τις Αφρικής, ένα από τα πλοία, προσάραξαν
σε έναν αμμώδη ύφαλο. Καθώς δεν υπήρχε χώρος στα άλλα πλοία για να μεταφορτωθεί
το εμπόρευμα του, ο Καμπράλ, διέταξε να το κάψουν. Στην πορεία, έδωσε την εντολή στο πλοίο του Νικολάου Κοέλιο να προπορευτεί ως ταχύτερο που ήταν,
ώστε να φτάσουν πιο σύντομα στην Λισσαβόνα τα νέα της αποστολής. Στις 2 Ιουνίου,
τα πλοία του Καμπράλ είχαν φτάσει στο Πράσινο Ακρωτήριο όπου εκτός του ότι
έφτασαν το πλοίο του Κοέλιο, βρήκαν και ένα από τα πλοία που είχαν χαθεί στην
καταιγίδα που συνάντησαν στο Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας όταν πήγαιναν προς την
Ινδία. Στο πλοίο αυτό, είχε απομείνει ο πλοίαρχος του Ντιόγκο Ντιάζ με μόλις
εφτά άνδρες, όλοι υποσιτισμένοι και βαριά άρρωστοι. Εκεί, συνάντησαν και τον
Πορτογαλικό στόλο που είχε αναχωρήσει από την Λισσαβόνα για να εξερευνήσει και
να κατακτήσει τις ακτές της Βραζιλίας όπου μαζί ήταν και ο Αμέρικο Βεσπούτσι.
Τελικά, το πρώτο πλοίο που έφτασε στην Λισσαβόνα ήταν εκείνο του Νικολάου
Κοέλιο στις 23 Ιουνίου του 1501. Σχεδόν μετά από ένα μήνα, στις 21 Ιουλίου επέστρεψε
και το πλοίο του Καμπράλ και τις υπόλοιπες μέρες, ακολούθησαν τα υπόλοιπα.
Παρά τις απώλειες
της αποστολής που τότε ήταν δεδομένες, το ταξίδι του Καμπράλ είχε πετύχει τους
στόχους του. Πέρα από την ανακάλυψη της Βραζιλίας, τα κέρδη από τα εμπορεύματα
ήταν σημαντικά για την Πορτογαλία. Πολύ σημαντικότερη όμως για εκείνη την εποχή
ήταν η καθιέρωση των Πορτογάλων στην Ινδία και ο έλεγχος του μοναδικού μέχρι
τότε θαλάσσιου δρόμου προς την Ασία. Ο Βασιλιάς Εμμανουήλ, αρχικά είχε επιλέξει
και πάλι τον Καμπράλ για την επόμενη αποστολή προς την Ινδία. Οι σύμβουλοι του όμως,
τον έπεισαν να ξαναστείλει τον εμπειρότερο Βάσκο ντα Γκάμα καθώς πλέον το
διακύβευμα ήταν η κυριαρχία των Πορτογάλων στην Ινδία έναντι των μουσουλμάνων
εμπόρων. Ο Καμπράλ, θιγμένος από την απόφαση αυτή, αποχώρησε από την Αυλή του
Βασιλιά. Παντρεύτηκε την Ιζαμπέλ ντε Κάστρο η οποία ήταν κόρη ενός από τους
σημαντικότερους Πορτογάλους στρατηγούς, του Αφόνσο ντε Αλμπουκέρκε και έζησε
μέχρι τον θάνατο του το 1520, στο Σανταρέμ.
Το ταξίδι του Πέντρο Αλβάρεζ Καμπράλ |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου