Πριν από την Εποχή των Ανακαλύψεων, οι αποστάσεις μεταξύ των λιμανιών της Μεσογείου - και γενικότερα της Ευρώπης - θεωρούνταν δεδομένες. Μέχρι τότε, οι ναυτικοί έδιναν μεγαλύτερη σημασία στην εκτιμώμενη διάρκεια ενός ταξιδιού, βασιζόμενοι κυρίως στην εμπειρία, καθώς οι διαδρομές ήταν σε μεγάλο βαθμό καθορισμένες. Οι πλεύσεις πραγματοποιούνταν κατά κύριο λόγο κοντά στις ακτές, και οι ναυτικοί αξιολογούσαν την ταχύτητα του πλοίου από το χρονικό διάστημα που απαιτούνταν για να αντικρίσουν γνώριμα παράκτια σημάδια, όπως νησιά ή ακρωτήρια.
Όταν όμως οι Ευρωπαίοι ξεκίνησαν τις υπερωκεάνιες εξερευνήσεις και χρειάστηκε να διασχίσουν τεράστιες αποστάσεις χωρίς οπτικά σημεία αναφοράς για εβδομάδες, η εκτίμηση της στιγμιαίας ταχύτητας ενός πλοίου κατέστη απαραίτητη. Με βάση την ταχύτητα και την κατεύθυνση του πλοίου, οι θαλασσοπόροι υπολόγιζαν την απόσταση που είχαν διανύσει, ώστε - σε συνδυασμό με αστρονομικές παρατηρήσεις - να προσδιορίσουν τη θέση τους στον ωκεανό (στίγμα). Αυτή η μέθοδος χρησιμοποιούνταν για αιώνες, μέχρι που η τεχνολογική εξέλιξη έφερε τη λύση από τον ουρανό, με τη χρήση δορυφόρων και την ανάπτυξη του Παγκόσμιου Συστήματος Εντοπισμού Θέσης (GPS).
Ένας λανθασμένος υπολογισμός μπορούσε να παρατείνει σημαντικά τον πλου - από μερικές ημέρες έως και εβδομάδες - με συνέπειες όπως η εξάντληση των τροφίμων και η εμφάνιση ασθενειών λόγω υποσιτισμού, που οδηγούσαν ακόμη και στην απώλεια μελών του πληρώματος ή και του ίδιου του πλοίου. Επιπλέον, η καθυστέρηση ενδεχομένως να έφερνε το πλοίο αντιμέτωπο με επικίνδυνες καιρικές συνθήκες, που υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί. Για παράδειγμα, ένα πλοίο που ξεκινούσε από την Ευρώπη με προορισμό την Ινδία έπρεπε να υπολογίσει και να αποφύγει την περίοδο των θερινών μουσώνων.
Μία από τις πρώτες μεθόδους που επινοήθηκαν ήταν η χρήση του μήκους του ίδιου του πλοίου. Καθώς το πλοίο βρισκόταν σε κίνηση, ένας ναύτης έριχνε ένα κομμάτι ξύλο από την πλώρη και μετρούσε τον χρόνο μέχρι αυτό να φτάσει στην πρύμνη. Στη συνέχεια, με απλή μαθηματική αναγωγή, υπολόγιζαν την ταχύτητα. Ας πάρουμε, για παράδειγμα, μια καραβέλα μήκους 35 μέτρων. Κατά τον διάπλου, ένας ναύτης ρίχνει ένα ξύλο μπροστά από την πλώρη. Όταν το ξύλο φτάσει σε παράλλαξη με την πλώρη (δηλαδή όταν ευθυγραμμιστεί οπτικά προς τα δεξιά ή αριστερά), ξεκινά η χρονομέτρηση. Όταν το ξύλο έρθει σε παράλλαξη με την πρύμνη, ο αξιωματικός σταματά τον χρονομετρητή. Ο χρόνος που καταγράφηκε είναι 12 δευτερόλεπτα. Αν σε 12 δευτερόλεπτα το πλοίο διανύει 35 μέτρα, τότε σε μία ώρα (3600 δευτερόλεπτα) θα έχει διανύσει 10.500 μέτρα. Διαιρώντας το με 1852 (το μήκος του ναυτικού μιλίου), η ταχύτητα προκύπτει σε κόμβους:
10.500 ÷ 1852 = περίπου 5,67 κόμβοι.
Τον 16ο αιώνα, οι Άγγλοι ναυτικοί ανέπτυξαν έναν νέο τρόπο μέτρησης της ταχύτητας του πλοίου. Αρχικά, έριχναν στη θάλασσα από την πρύμνη ένα ειδικά κατασκευασμένο ξύλο, γνωστό ως chip log, το οποίο ήταν δεμένο σε κουβάρι με λεπτό σχοινί. Καθώς το πλοίο προχωρούσε, το σχοινί ξετυλιγόταν και η απόσταση που ξεδιπλωνόταν μετρούταν είτε με τις παλάμες είτε με γνωστά μήκη, όπως η οργιά, η οποία αντιστοιχούσε σε περίπου 1,83 μέτρα. Σύντομα η διαδικασία αυτή εξελίχθηκε. Γύρω στο 1570, οι Άγγλοι πρόσθεσαν κόμπους στο σχοινί σε σταθερές αποστάσεις – περίπου 47 πόδια και 3 ίντσες (δηλαδή λίγο περισσότερο από 7 οργιές) – και περιόρισαν τη διάρκεια της μέτρησης σε 28 δευτερόλεπτα, με τη χρήση ειδικής κλεψύδρας. Με αυτόν τον τρόπο, κάθε κόμπος που περνούσε από τα χέρια των ναυτών εντός του χρονικού αυτού διαστήματος αντιστοιχούσε σε ένα ναυτικό μίλι ανά ώρα, δηλαδή σε έναν κόμβο.Από αυτή τη διαδικασία προήλθε και η σημερινή μονάδα μέτρησης ταχύτητας στα πλοία, ο κόμβος (knot), που καθιερώθηκε διεθνώς τον 19ο αιώνα.



Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου