Στις 6 Απριλίου 1768, ο Γάλλος θαλασσοπόρος Λουί Αντουάν ντε Μπουγκενβίλ, κατά τον πρώτο Γαλλικό περίπλου της Γης, αντίκρισε στον Ειρηνικό Ωκεανό το νησί της Ταϊτής, ένα από τα μεγαλύτερα νησιά της Πολυνησίας, γνωστό για τις πλούσιες φυσικές ομορφιές και την εύφορη γη του. Αφού αγκυροβόλησε, το πλήρωμα του, εντυπωσιασμένο από την πλούσια βλάστηση και τις γραφικές παραλίες, αποβιβάστηκε στις ακτές του. Οι Γάλλοι έτυχαν θερμής υποδοχής από τους ντόπιους. Ο Μπουγκενβίλ ανέπτυξε φιλικές σχέσεις με τον αρχηγό της φυλής, ενώ πολλοί από τους άνδρες του πληρώματος συνδέθηκαν με τις γυναίκες του νησιού. Το κλίμα φιλίας και αμοιβαίας εμπιστοσύνης ενέπνευσε τον Μπουγκενβίλ να ονομάσει το νησί «Νέα Κύθηρα», παραπέμποντας στον πίνακα του Αντουάν Βατό Η επιβίβαση για τα Κύθηρα, όπου απεικονίζεται η αρμονία ανάμεσα στη φύση και τον άνθρωπο. Λίγο πριν αποπλεύσει, τον επισκέφθηκε ο αρχηγός του νησιού συνοδευόμενος από τον Αουτόρου, έναν νεαρό Ταϊτινό. Ο Αουτόρου εξέφρασε την επιθυμία να ακολουθήσει τον Γάλλο εξερευνητή για να γνωρίσει τον κόσμο πέρα από τα νησιά του Ειρηνικού. Ο Μπουγκενβίλ είδε σε αυτή την επιθυμία μια μοναδική ευκαιρία να παρουσιάσει στον Γάλλο βασιλιά έναν αυτόχθονα Πολυνήσιο, και συμφώνησε να τον πάρει μαζί του, υπό την υπόσχεση ότι θα τον επέστρεφε στην πατρίδα του μετά το ταξίδι.
Με τον Αουτόρου στο πλοίο, ο Μπουγκενβίλ συνέχισε την εξερεύνηση, περνώντας από τα Νησιά Σαμόα, τα Νησιά Βανουάτου και τις βόρειες ακτές της Νέας Γουινέας, όπου ανακάλυψε ένα νησί που αργότερα πήρε το όνομα του. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, οι Γάλλοι επιστήμονες και φυσιοδίφες του πληρώματος συνέλεγαν δείγματα φυτών, ζώων και παρατηρούσαν τα έθιμα των ντόπιων, καταγράφοντας λεπτομέρειες για τον πολιτισμό και τη ζωή στα νησιά. Ο Μπουγκενβίλ κατέπλευσε στη Μπατάβια (σημερινή Τζακάρτα), όπου συνέχισε τις προμήθειες και τη συντήρηση του πλοίου, πριν διασχίσει τον Ινδικό Ωκεανό και περάσει από το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας. Στις 16 Μαρτίου 1769, κατέπλευσε στο λιμάνι του Σεν Μαλό, ολοκληρώνοντας τον πρώτο Γαλλικό περίπλου της Γης. Εκεί, ο Αουτόρου έγινε ο πρώτος Πολυνήσιος που πάτησε ευρωπαϊκό έδαφος.
Η παρουσία του τράβηξε το ενδιαφέρον Γάλλων επιστημόνων, οι οποίοι μελέτησαν τη γλώσσα, τις συνήθειες και τη συμπεριφορά του. Δεκαπέντε ημέρες αργότερα, ο Μπουγκενβίλ τον παρουσίασε στις Βερσαλλίες στον βασιλιά Λουδοβίκο ΙΕ΄, γεγονός που τον έκανε διάσημο στη γαλλική κοινωνία. Ο νεαρός συμμετείχε σε δεξιώσεις και δείπνα, παρατηρώντας τον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής και μεταδίδοντας ταυτόχρονα γνώσεις για τον Πολυνησιακό πολιτισμό.
Από την μεριά του Αουτόρου, η αντίδραση του στις ευρωπαϊκές συνήθειες ήταν με ανάμεικτα συναισθήματα θαυμασμού και σύγχυσης. Τον εντυπωσίαζαν τα μεγαλειώδη πλοία, τα περίπλοκα ρούχα των αξιωματικών και οι καθημερινές τελετουργίες της Ευρώπης, όπως τα γεύματα με μαχαιροπίρουνα και οι κοινωνικές δεξιώσεις. Ταυτόχρονα ένιωθε ξένος μέσα στον αυστηρό, οργανωμένο τρόπο ζωής των Γάλλων, που ήταν εντελώς διαφορετικός από την ελευθερία και τη φυσικότητα της ζωής στην Ταϊτή. Παρ’ όλα αυτά, παρατηρούσε με προσοχή και μάθαινε γρήγορα, καταγράφοντας μέσα του τα ήθη και τις συνήθειες της νέας κουλτούρας που αντίκριζε.
Ένα χρόνο αργότερα, ο Μπουγκενβίλ αποφάσισε ότι ο Αουτόρου έπρεπε να επιστρέψει στην πατρίδα του. Στις 4 Μαρτίου 1770, αναχώρησε από τη Γαλλία με τη φρεγάτα Μπρισόν, με προορισμό τον Μαυρίκιο, όπου ο Αουτόρου περίμενε κάποιο πλοίο για να επιστρέψει στην Ταϊτή. Το ταξίδι για την επιστροφή του στην πατρίδα καθυστέρησε σημαντικά και, δυστυχώς, ο Αουτόρου δεν κατάφερε ποτέ να φτάσει. Στις 7 Νοεμβρίου 1771, πέθανε από ευλογιά κατά τη διάρκεια του πλου, και το σώμα του ρίχτηκε στη θάλασσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου