Σάββατο 30 Αυγούστου 2025

Το Δέντρο-Ταχυδρομείο

 


Το 1501, ο Πέντρο Άλβαρεζ Καμπράλ επέστρεφε στη Λισαβόνα με τον στόλο του, ολοκληρώνοντας το δεύτερο πορτογαλικό ταξίδι προς την Ινδία. Ένα από τα δεκατρία πλοία της αποστολής ήταν το Σάο Πέδρο (São Pedro), με πλοίαρχο τον Πέρο δε Αταΐντε. Καθώς ο στόλος έπλεε νότια, ακολουθώντας τις ανατολικές ακτές της Αφρικής, το Σάο Πέδρο αντιμετώπισε προβλήματα πλεύσης, εξαιτίας του μεγάλου φορτίου μπαχαρικών που είχε μεταφέρει από την Ινδία. Η υπερφόρτωση το καθιστούσε βαρύ και δύσκολο στη διαχείριση, ιδίως σε κακοκαιρία. Μετά το Ακρωτήριο Κορέντες στη Μοζαμβίκη, το πλοίο βρέθηκε σε ισχυρή καταιγίδα και έχασε την επαφή με τον υπόλοιπο στόλο. Ο Πέρο δε Αταΐντε αποφάσισε τότε να κατευθυνθεί προς έναν κόλπο στις νότιες ακτές της Αφρικής, γνωστό σημείο ανεφοδιασμού των Πορτογάλων, με την ελπίδα ότι εκεί θα ξανασυναντούσε τα υπόλοιπα πλοία.

Ήταν ο κόλπος Μόσελ Μπέι τον οποίο είχε περάσει ο Βαρθολομαίος Ντιάζ στις 3 Φεβρουαρίου 1488, κατά το ιστορικό ταξίδι με το οποίο οι Πορτογάλοι έγιναν οι πρώτοι Ευρωπαίοι που πέρασαν το νοτιότερο άκρο της Αφρικής, ανοίγοντας τον δρόμο για τον Ινδικό Ωκεανό. Εκεί, ο Ντιάζ ανακάλυψε μια πηγή γλυκού νερού, ιδιαίτερα πολύτιμη για τα πλοία που θα ακολουθούσαν το ίδιο δρομολόγιο. Επειδή η ημέρα συνέπιπτε με τη γιορτή του Αγίου Βλάσιου, ονόμασε την περιοχή "Πηγή του Αγίου Βλάσιου" (Aguada de São Brás). Η στρατηγική σημασία αυτού του κόλπου φάνηκε αμέσως: τα πορτογαλικά πλοία σταμάτησαν εκεί σε κάθε μεγάλο ταξίδι προς την Ινδία, ξεκινώντας από τον ίδιο τον Βάσκο ντα Γκάμα το 1497.

Δίπλα από την πηγή στο Μόσελ Μπέι υπήρχε ένα μεγάλο δέντρο, το οποίο απέκτησε μια μοναδική ιστορική σημασία με την άφιξη του Πέρο δε Αταΐντε. Ο Αταΐντε, αφού είχε αποκοπεί από τον στόλο του Καμπράλ, έγραψε μια επιστολή προειδοποιώντας τα επόμενα πορτογαλικά πλοία για τους κινδύνους που θα συναντούσαν. Την έκρυψε μέσα σε ένα παλιό παπούτσι και το κρέμασε σε ένα από τα κλαδιά του δέντρου. Λίγες εβδομάδες αργότερα, στις 7 Ιουλίου 1501, ο Ζοάο ντα Νόβα —επικεφαλής του επόμενου πορτογαλικού στόλου προς την Ινδία— βρήκε την επιστολή. Μέσα από αυτήν έμαθε πως η Καλικούτ, ο αρχικός του προορισμός, είχε γίνει εχθρικό και επικίνδυνο λιμάνι. Η πληροφορία αποδείχτηκε σωτήρια. Έτσι, το δέντρο μετατράπηκε σε έναν πρωτότυπο σταθμό επικοινωνίας: οι ναυτικοί που περνούσαν από εκεί άφηναν επιστολές σε παπούτσια, πέτρες ή παλιά σκεύη, για να τις πάρουν τα επόμενα διερχόμενα πλοία.

Οι επιστολές δεν ήταν μόνο προειδοποιήσεις. Συχνά ήταν προσωπικά γράμματα, καθώς για πολλούς ναυτικούς το σημείο αυτό ήταν η πρώτη ευκαιρία να στείλουν νέα στις οικογένειές τους ή να μάθουν νέα από την πατρίδα, πολύ πριν επιστρέψουν στην Πορτογαλία. Το δέντρο αυτό υπάρχει ακόμη και σήμερα μέσα στις εγκαταστάσεις του Μουσείου Βαρθολομαίου Ντιάζ στο Μόσελ Μπέι. Είναι ένα σιδερόξυλο (Sideroxylon inerme), ηλικίας περίπου 600 ετών. Κάτω από αυτό, εκτός από τη μνημειακή πλάκα που θυμίζει την ιστορία, υπάρχει και ένα ταχυδρομικό κουτί σε σχήμα παπουτσιού. Μέσω αυτού, οι επισκέπτες μπορούν ακόμη και σήμερα να στείλουν επιστολές σε κάθε γωνιά του κόσμου, συνεχίζοντας μια παράδοση που ξεκίνησε πριν πέντε αιώνες.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου