Η ιδέα να πλεύσει κάποιος από την Ευρώπη δυτικά για να βρεθεί στην Ασία, είχε εμφανιστεί από την εποχή του Ερατοσθένη. Κατά την κοινή κοινή αντίληψη, αυτό ήταν κάτι το παράτολμο διότι κανείς δεν γνώριζε τα όρια του δυτικού ωκεανού. Οι μύθοι περί θαλάσσιων τεράτων αλλά και του κενού που θα συναντούσε κάποιος στην άκρη της Γης, έκαναν τη ιδέα αποτρεπτική. Ακόμα και οι επιστήμονες της εποχής που δεχόντουσαν πως η γη είναι σφαιρική, εκτιμούσαν πως ένα τέτοιο ταξίδι ήταν ακατόρθωτο καθώς υπολόγιζαν πως η διάρκεια του θα ήταν κατά πολύ μεγαλύτερη από όσο θα μπορούσε να διατηρήσει ένα πλοίο της προμήθειες του. Μέχρι που κατά τα τέλη του 15ου αιώνα, ένας θαλασσοπόρος επέμενε σε πείσμα όλων των παραπάνω και σήμερα το όνομα του έχει μία περίοπτη θέση στην Ιστορία των Ναυτικών Ανακαλύψεων.
Ο Χριστόφορος Κολόμβος, γεννήθηκε το 1451.
Μεγάλωσε σε μία κοντινή πόλη της Γένοβα, την Σαβόνα. Η πρώτη του εμπειρία στην
θάλασσα ήταν το 1473 όταν άρχισε να δουλεύει ως μαθητευόμενος ναυτικός σε πλοία
Γενουατών εμπόρων με τα οποία ταξίδευε στην Μεσόγειο και στην βόρεια Ευρώπη. Σε
ένα ταξίδι του στην Λισσαβόνα το 1477, βρήκε τον αδελφό του Βαρθολομαίο ο
οποίος εργαζόταν σε ένα χαρτογραφικό εργαστήριο της πόλης. Εκεί, έμεινε για τα
επόμενα εφτά χρόνια όπου γνώρισε και παντρεύτηκε την Φιλίππα Μονίζ Περεστρέλο.
Η Φιλίππα Περεστρέλο, ήταν κόρη του συμπατριώτη του
Βαρθολομαίο Περεστρέλο ο οποίος το 1419 μαζί με τον Ζοάο Γκονσάλβεζ Ζάρκο και
τον Τριστάο Βαζ Τεϊσέιρα ανακάλυψαν τα Νησιά Μαδέρα. Εκείνη την περίοδο,
οι Πορτογάλοι συνέχιζαν τις εξερευνήσεις των δυτικών ακτών της Αφρικής
αναζητώντας το θαλάσσιο πέρασμα προς την Ασία, έχοντας ανακαλύψει μέχρι και τον Κόλπο της Γουινέας. Από τις πρώτες εξορμήσεις όμως
του Ερρίκου του Θαλασσοπόρου είχαν περάσει δεκαετίες και ο πολυπόθητος
θαλάσσιος δρόμος, ακόμα δεν είχε βρεθεί. Τότε, ο Κολόμβος άρχισε να εκφράζει
μια διαφορετική ιδέα.
Υποστηρίζοντας την θεωρία της σφαιρικής Γης σε αντίθεση με την κοινή αντίληψη που ήθελε την Γη να είναι
επίπεδη, πίστευε πως αν κάποιος πλεύσει δυτικά μπορεί να βρεθεί στην Άπω Ανατολή. Μια ιδέα που τότε φάνταζε παράλογη και ίσως να τον οδηγούσε στην Ιερά Εξέταση αν οι
χριστιανοί ιερείς τότε δεν γνώριζαν πως ήταν βαθιά θρησκευόμενος. Παρόλα αυτά
όμως, ο Κολόμβος δεν δίστασε να ζητήσει την στήριξη του Βασιλιά της Πορτογαλίας.
Το 1485, απευθύνθηκε στον Βασιλιά Ιωάννη τον Δεύτερο παρουσιάζοντας την ιδέα
του και ζητώντας ως αντάλλαγμα σε περίπτωση που έβρισκε το δυτικό πέρασμα προς
την Ασία, να χριστεί Μέγας Ναύαρχος του Ωκεανού, Κυβερνήτης των νέων χωρών και
να εισπράττει το δέκα τοις εκατό από τα κέρδη του εμπορίου. Ο Βασιλιάς της
Πορτογαλίας, αρνήθηκε καθώς πέρα από τις αυξημένες απαιτήσεις του Κολόμβου ήταν
επικεντρωμένος στην εξερεύνηση της Αφρικής η οποία δεν είχε αποδώσει ακόμα τα
προσδοκώμενα κέρδη ώστε να στηριχθεί οικονομικά μια παράλληλη εξερεύνηση δυτικά του άγνωστου τότε Ατλαντικού Ωκεανού.
Ο χάρτης του Κολόμβου |
Έναν χρόνο αργότερα, ο Κολόμβος απευθύνθηκε στο
βασιλικό ζεύγος της Αραγονίας και της Καστίλης, Φερδινάνδο και Ισαβέλλα.
Εκείνοι, αφού άκουσαν την ιδέα του, τον παρέπεμψαν στο Πανεπιστήμιο της
Σαλαμάνκα ώστε να παρουσιάσει εκεί την πρόταση του και να κριθεί από την Επιτροπή
των Σοφών. Η Επιτροπή, έκρινε πως η απόσταση ενός τέτοιου ταξιδιού, είναι πολύ
μεγαλύτερη από εκείνη που είχε παρουσιάσει ο Κολόμβος, τόσο, που καθιστούσε
αδύνατο ένα τέτοιο ταξίδι. Μετά και από αυτή την απόρριψη, το 1488 ο Κολόμβος
ζήτησε και πάλι ακρόαση από τον Βασιλιά της Πορτογαλίας Ιωάννη τον Δεύτερο. Τον
πρόλαβαν όμως τα νέα από το ταξίδι του Βαρθολομαίου Ντιάζ ο οποίος μόλις είχε
ανακαλύψει το θαλάσσιο πέρασμα νότια της Αφρικής, προς την Ινδία. Έτσι, η
πρόταση του πέρασε σε δεύτερη μοίρα για τους Πορτογάλους. Ο Κολόμβος όμως, δεν σταμάτησε να επιμένει. Στην συνέχεια,
απευθύνθηκε σε εμπόρους της
Βενετίας και της Γένοβα χωρίς όμως αποτέλεσμα. Την ίδια κατάληξη είχε και η πρόταση
του προς τον Βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκο τον Έβδομο. Τελικά, η νίκη των Ισπανών
εκδιώκοντας τους Μαυριτανούς από την Ιβηρική Χερσόνησο, ήταν το γεγονός που
επανάφερε τον Κολόμβο στο προσκήνιο.
Μετά από έναν εξαντλητικό και δαπανηρό πόλεμο
κατά τον Μαυριτανών ανακαταλαμβάνοντας την Γρανάδα το
1492, προτεραιότητα και ανάγκη των Ισπανών ήταν η ανάπτυξη του εμπορίου η οποία
θα τους έβγαζε από την δύσκολη οικονομική κατάσταση της χώρας. Αυτό όμως, δεν
ήταν και τόσο εύκολο. Σε μία περίοδο όπου οι Βενετοί με τους Γενουάτες
κυριαρχούσαν στην Μεσόγειο και οι Πορτογάλοι κατείχαν το μονοπώλιο στις
Αφρικανικές ακτές έχοντας φτάσει μάλιστα ένα βήμα πριν το άνοιγμα του θαλάσσιου
εμπορικού δρόμου προς την Ινδία, οι επιλογές των Ισπανών ήταν περιορισμένες.
Όλα αυτά, έκαναν τον Φερδινάνδο και την Ισαβέλλα να δουν ως πιθανή λύση αυτό
που πριν από έξι χρόνια φαινόταν ως παράλογο. Το ενδεχόμενο να βρεθεί ο
θαλάσσιος δρόμος προς την Ασία πλέοντας δυτικά θα ήταν κάτι περισσότερο από
ευεργετικό για τους Ισπανούς, αφού θα καθιστούσε την χώρα ως ένα μεγάλο
εμπορικό κέντρο. Έτσι, ο Φερδινάνδος και η Ισαβέλλα, κάλεσαν τον Κολόμβο και
αποδεχόμενοι τις αρχικές απαιτήσεις του, του χορήγησαν αρχικά μία
καραβέλα. Καθοριστικός παράγοντας όμως, ήταν ο Μαρτίν Αλόνσο Πινσόν ο οποίος έχοντας μάθει για τις προθέσεις του Κολόμβου, τον πλησίασε και συμφώνησε να τον στηρίξει παραχωρώντας του δύο ακόμη πλοία και παρακινώντας τους κατοίκους του Πάλος να τον ενισχύσουν με την συμμετοχή τους.
Το βράδυ της
3ης Αυγούστου του 1492, το πλοιό Σάντα Μαρία με πλοίαρχο και αρχηγό της
αποστολής τον Χριστόφορο Κολόμβο, το πλοίο Νίνια με πλοίαρχο τον Μαρτίν Πνθόν
και το πλοίο Πίντα με πλοίαρχο τον Βισέντε Πινθόν (αδελφό του Μαρτίν Πινθόν),
απέπλευσαν από το λιμάνι του Πάλος. Η πρώτη στάση της αποστολής ήταν στις 6
Σεπτεμβρίου, στα Κανάρια Νησιά και συγκεκριμένα στο νησί Λα Γκομέρα για
ανεφοδιασμό όπου ήταν και το τελευταίο μέρος του γνωστού τότε κόσμου που κατέπλευσαν. Από εκεί, συνέχισαν
πλέοντας δυτικά για πέντε εβδομάδες χωρίς να εντοπίσουν ίχνος στεριάς.
Έχοντας πέσει σε μία μεγάλης διάρκειας άπνοια, οι άνδρες των πληρωμάτων,
επηρεασμένοι από τις δεισιδαιμονίες της εποχής πίστεψαν πως τα πλοία είχαν
φτάσει στην άκρη του κόσμου και πως ο Θεός τους τιμωρούσε για απληστία. Παρόλο που ο Κολόμβος επέμενε στην συνέχεια του ταξιδιού, το μεγαλύτερο μέρος του πληρώματος ήθελε να επιστρέψει στην Ισπανία, φτάνοντας ένα βήμα πριν την ανταρσία την οποία τελικά απέτρεψε η
παρουσία του Μαρτίν Πινθόν που, ως Ισπανός, ήταν πιο σεβαστός στα πληρώματα από τον Γενουάτη Κολόμβο. Ο Κολόμβος δεσμεύτηκε προς το πλήρωμα πως αν σε μία εβδομάδα δεν
εντόπιζαν στεριά, τα πλοία θα επέστρεφαν στην Ισπανία.
Το ξημέρωμα
της 12ης Οκτωβρίου του 1492, ο οπτήρας του Πίντα, Ροδρίγο δε Τριάνα, εντόπισε
το πρώτο σημάδι στεριάς. Αμέσως ειδοποίησε τον Πινθόν ο οποίος έριξε μια
κανονιά στον αέρα ειδοποιώντας έτσι τον Κολόμβο. Ο Κολόμβος, ισχυρίστηκε
πως ήταν εκείνος που αντιλήφθηκε πρώτος την στεριά, παρατηρώντας πρώτος τα έντομα που εμφανίστηκαν το προηγούμενο βράδυ στα φώτα του πλοίου, έτσι, ώστε να εξασφαλίσει εκείνος την ισόβια αμοιβή που είχαν
τάξει ο Φερδινάνδος και η Ισαβέλλα σε εκείνον που θα έβλεπε πρώτος στεριά. Οι
Ισπανοί κατέπλευσαν και αποβιβάστηκαν για πρώτη φορά στην Αμερική, σε ένα μικρό
νησάκι στις σημερινές Μπαχάμες το οποίο οι ιθαγενείς είχαν ονομάσει
Γκουαναχάνι. Ο Κολόμβος με την άφιξη του το αξίωσε στο Στέμμα της Ισπανίας και το ονόμασε Σαν Σαλβαδόρ (Άγιος
Σώστης). Εκεί, οι Ισπανοί ήρθαν σε επαφή
με τους πρώτους ιθαγενείς τους οποίους και ονόμασαν Ινδιάνους, καθώς πίστευαν
πως είχαν φτάσει σε κάποιο αρχιπέλαγος ανατολικά της Ινδίας. Από εκεί, πήρε έξι
ιθαγενείς μαζί του για να τους μάθει Ισπανικά και να τους χρησιμοποιήσει ως
διερμηνείς.
Φεύγοντας από νησί Γκουαναχάνι, τα πλοία συνέχισαν
περνώντας ανάμεσα από τα νησιά Μπαχάμες, εξερευνώντας τα, μέχρι που φτάσανε στις
βορειοανατολικές ακτές της Κούβας. Εκεί, το πλοίο του Μαρτίν Πινθόν αποσχίστηκε συνεχίζοντας την εξερεύνηση προς τις βορειοδυτικές ακτές της Κούβας. Αφού εξερεύνησε μέρος των
ακτών του νησιού, ο Κολόμβος συνέχισε φτάνοντας στο νησί της Ισπανιόλα στις 5
Δεκεμβρίου του 1492. Το νησί αυτό σήμερα μοιράζονται τα κράτη της Αϊτής και της
Δομινικανής Δημοκρατίας. Κατά την εξερεύνηση το νησιού, το πλοίο του Κολόμβου, Σάντα Μαρία, προσάραξε σε εάν ύφαλο του νησιού, ανήμερα των Χριστουγέννων του 1492 ώστε να αχρηστευθεί. Καθώς τα άλλα δύο πλοία δεν είχαν επαρκεί χώρο για το πλήρωμα του Σάντα Μαρία, ο Κολόμβος, αφού σύναψε φιλικές σχέσεις με τους ιθαγενείς της περιοχής, αποφάσισε να αφήσει στο νησί 39 από τους άνδρες τους και να χτίσουν τον πρώτο ευρωπαϊκό οικισμό του Νέου Κόσμου τον οποίο ονόμασε “La Navidad” (Χριστούγεννα) χρησιμοποιώντας τα ξύλα του πλοίου.
Αφού άφησε πίσω τους 39 άνδρες, ο Κολόμβος συνέχισε να πλέει ανατολικά και κατά
μήκος των ακτών της Ισπανιόλας. Στην πορεία, συνάντησε το πλοίο του Πινθόν. Και
τα δύο πλοία μαζί προσέγγισαν έναν κόλπο όπου οι ιθαγενείς, αυτή την φορά, ήταν
εχθρικοί μαζί τους ρίχνοντας τους βέλη. Αφού οι Ισπανοί κατάφεραν να
αιχμαλωτίσουν μερικούς, αναχώρησαν για την Ισπανία κάνοντας
μία στάση στο νησί Σάντα Μαρία των Αζορών. Από εκεί, μία καταιγίδα, έκανε τα
δύο πλοία να χάσουν την μεταξύ τους επαφή. Τελικά, το πλοίο του Πινθόν κατέπλευσε στην Μπαϊόνα
της Γαλικίας την 1η Μαρτίου του 1493 ενώ ο Κολόμβος κατέπλευσε στην Λισσαβόνα
τρεις ημέρες αργότερα. Και τα δύο πλοία, κατέπλευσαν στο Πάλος στις 15
Μαρτίου του 1493. Ο Κολόμβος έγινε δεχτός ως ήρωας με μεγαλειώδης τιμές από το
Βασιλικό Ζεύγος, χρίζοντας τον Αντιβασιλέα των Νέων Χωρών. Παρουσιάζοντας
άγνωστες τροφές και συνήθειες για τους ευρωπαίους όπως ήταν τότε ο ανανάς, η γαλοπούλα
και ο καπνός, ο Κολόμβος, έκανε τους Ισπανούς να επισπεύσουν τις επόμενες
αποστολές παρουσιάζοντας τους δείγματα από τον χρυσό που έφεραν οι ιθαγενείς οι
οποίοι δεν είχαν αντιληφθεί την αξία του.
Ένας χρυσός δρόμος για τους Ισπανούς, είχε
ανοίξει. Με την πρώτη τους κιόλας ναυτική αποστολή κατάφεραν - όπως πίστευαν τότε - αυτό που οι Πορτογάλοι δεκαετίες προσπαθούν. Να βρουν τον
θαλάσσιο Δρόμο του Μεταξιού που θα μετατόπιζε το εμπορικό κέντρο της Ευρώπης
στην Ισπανία.
Διαβάστε επίσης: Χριστόφορος Κολόμβος (Μέρος Β')
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου